Η αναχώρηση της θειά –Βαγγελιώς του Μέτσου…

Έφυγε κι’ η θειά Βαγγελιώ για την αντίπερα όχθη.
Και τώρα, η μνήμη λειτουργεί με το δικό της τρόπο και μας πάει κατ’ ευθείαν σ’ εκείνα τα χρόνια που το παλιό μας σχολειό στα Καλυβάκια ήταν γεμάτο παιδιά, που η γειτονιά μας ήταν ζωντανή, κι’ η ευτυχία είχε την ευλογία της απλότητας.
Το σπίτι της θειά Βαγγελιώς είχε δυό μικρά δωμάτια και  μια πολύ μικρή κουζίνα με μια γκαζιέρα για μαγείρεμα.
Πάντα ζήλευα την τάξη και το νοικοκυριό της. Όλα απλά και καθαρά. Πιο πολύ ζήλευα τον παλιό ξύλινο κωμό και χάϊδευα τα μπρούτζινα περίτεχνα πομολάκια. Είχα  μια ιδιαίτερη θέση μέσα στο σπίτι, γιατί ήμουν η κολλητή φίλη της Ελένης, της μεγάλης κόρης, πηγαίναμε στην ίδια τάξη, λέγαμε τα μυστικά μας η μια στην άλλη και παίζαμε μαζί τα ατέλειωτα απογεύματα. Άλλωστε  η θειά Βαγγελιώ ηταν πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου. Ο μπάρμπα Νικολάκης ο πατέρας της, ήταν αδελφός της βαβάς μου της Σωφρόνης.
Κάθε Πρωτομιά, με έβαζε στο σπίτι πρωί πρωί γιατί έλεγε πως έχω καλό ίσκιο.
Η οικογένεια είχε τη συμπάθεια της γειτονιάς και όλου του χωριού, καθώς ο μπάρμπα Κώστας ο Μέτσος, είχε φύγει για την Αμερική, αφήνοντας μικρές την Ελένη και τη Μαρία,τον Μάκη δε,στην κοιλιά.Η ζωή τον πήγε αλλού, δεν πρόλαβε ίσως τις ανατροπές της, κι’ έπαψε να επικοινωνεί με το χωριό. Η μάνα του η θειά Βασύλω, τ’ αδέλφια του, συγγενείς και χωριανοί, δεν τον συγχωρούσαν, που είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του. Κατά καιρούς, έφταναν κάποιες πληροφορίες από άλλους ξενιτεμένους, ότι τον είδαν εκεί, τον είδαν αλλού, χωρίς όμως ο ίδιος να επιβεβαιώνει τίποτα. Θυμάμαι ήμουν έντεκα χρονών και αφού ψάξαμε και βρήκαμε τη διεύθυνσή του στον Καναδά, του έγραψα ένα πολύ συγκινητικό γράμμα. Τον παρακαλούσα να δώσει ένα σημάδι ότι ζει, γιατί τα παιδιά του τον ζητάνε, ότι έχουν ανάγκη απ’ την αγάπη του. Τίποτα! Το γράμμα εκείνο βέβαια δεν έμαθα ποτέ αν βρήκε τον σωστό παραλήπτη. Κάθε που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ζωντάνευαν οι ελπίδες μας πως τώρα πού ναι γιορτές θά ρθει, δεν μπορεί, και θα φέρει και δώρα, άντε τα επόμενα Χριστούγεννα, τίποτα και πάλι. Πάλι βούρκωναν τα ματάκια της Ελένης,πάλι απογοητευόμουν εγώ απ΄τη δύναμη που μού ΄λεγε ο δάσκαλος ότι είχα στο γραπτό λόγο… Το είχα πάρει προσωπικά κι’ ακόμα θυμάμαι την αγωνία μου και τη στενοχώρια μου. Πως ήταν δυνατόν αφού είχα βάλει σ’ εκείνο το γράμμα όλο το “λογοτεχνικό “μου ταλέντο, πώς δεν τον είχα συγκινήσει και τα παιδιά θα συνέχιζαν να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα …Του έγραφα πως είμαι η Νόνη της θειά-Γιαννούλας, πως τα κορίτσια του στο σχολείο δεν πάνε καλά γιατί σκέφτονται τον πατέρα τους, πως ζηλεύουν τ΄ άλλα παιδιά που έχουν πατέρα, τον παρακαλούσα, τον ικέτευα να απαντήσει…
Περνούσαν τα χρόνια, ο κόσμος τον κακολογούσε, ότι έμπλεξε με ιππόδρομο, ότι παράτησε τα παιδιά του και η κριτική δεν είχε κανένα έλεος.
Η θειά Βαγγελιώ, σαν την κλώσσα με τα κλωσσόπουλα, σκέπαζε τα παιδάκια της με όση στοργή μπορούσε, έπνιγε τα δάκρυά της,και αστειευόταν και γελούσε, με όση δύναμη της έμενε απ’ την κούραση στα χωράφια, τα μαρτίνια, το ζύμωμα κι’ όλη την αγωνία της βιοπάλης. Τη βοηθούσαν τ’ αδέλφια της, όλοι το ξέραμε, και οι γονείς της όσο ζούσαν και όσο επέτρεπαν οι συνθήκες, καθώς ήταν τραχειά η ζωή στα χωριά κι’ ανύπαρκτες οι ανέσεις. Αργότερα βέβαια, ο αδελφός της ο Φώντας που έφυγε στην Αθήνα, σταδιοδρόμησε διαφορετικά και στάθηκε πατέρας για τα τρία ανήψια του. Όλο το χωριό το ξέρει.
Στα παιδικά μου μάτια ήταν μια ηρωίδα που τα κατάφερνε να μεγαλώνει τρία παιδιά με φτώχεια και αξιοπρέπεια. Θυμάμαι στην κατασκήνωση “στου Πασά” που είχαμε πάει κάποια καλοκαίρια, τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, μετά από επιλογή του δασκάλου σαν τα πιο αδύνατα παιδιά, η Ελένη και η Μαρία φορούσαν τις Κυριακές δυό ίδια φορεματάκια, που τους είχαν ράψει στη μοδίστρα. Είχαν κατακίτρινα χρυσάνθεμα σε λευκό φόντο. Τα ανέσυρα σαν εικόνα απ’ τη μνήμη μου, όπως τις κοίταζα στην εκκλησία μες στα μαύρα …
Κι’ ο Μάκης, το στερνοπαίδι, πάντα περιποιημένος και καθαρός.
Μετά από χρόνια κι’ αφού τα παιδιά είχαν πάρει  το δρόμο τους, με την απουσία του πατέρα μόνιμο καημό, έφτασε το νέο στη γειτονιά ότι ο Μάκης, μόλις έκλεισε τα είκοσι αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα, να πάει στην Αμερική και να βρει τον πατέρα του, τον μπάρμπα Κώστα τον Μέτσο. Μικροί μεγάλοι ζήσαμε αυτό τον γυρισμό με πολλή συγκίνηση, χωρίς ποτέ να ζητήσουμε να μάθουμε λεπτομέρειες για τους λόγους που τον οδήγησαν σ’ αυτή την επιλογή.
Ο Μάκης έφερε τον πατέρα του πίσω, αυτό αρκούσε! Το σπίτι μεγάλωσε, απέκτησε ανέσεις, γέμιζε τα καλοκαίρια παιδιά κι’ εγγόνια, ο μπάρμπα Κώστας έγινε αποδεκτός και πάλι στο χωριό και μάλλον κανένας δεν τον έφερε σε δύσκολη θέση. Με αμερικάνικη προφορά πια, μας φώναζε απ’ το μπαλκόνι  του για να μας κεράσει ένα ουΐσκι Canadian label! Κι’ η θειά Βαγγελιώ, με το χιούμορ που τη διέκρινε, διακωμωδούσε την επάνοδο του συζύγου, μιλώντας με υπονοούμενα στις άλλες γυναίκες που ξεκουράζονταν τ’ απογευματάκι στ’ ασπρισμένα πεζούλια και ξεκαρδίζονταν όλες στα γέλια. Πάντως, “ο γυρισμός του ξενιτεμένου” ήταν γεγονός για το χωριό, μετά από 25 περίπου χρόνια απουσίας, δηλαδή μια ζωή…
Έζησαν αρκετά χρόνια μαζί, προσπάθησε όλη η οικογένεια να κερδίσει ένα κομμάτι απ’ τον χαμένο χρόνο, αλλά όπως ανέφερε στον επικήδειο ο ανηψιός της θειά Βαγγελιώς, ποιητής Κώστας Σταματέλος, “το κενό δεν αναπληρώθηκε ποτέ”.
Σαν φθινοπώριαζε που έμεναν οι δυό τους, πότε περνούσαν ήσυχα και πότε έστηναν μικρά καυγαδάκια, διεκδικώντας ίσως ο καθένας την παλιά χαμένη του ανεξαρτησία, βρίζοντας καμιά φορά την τύχη και τα γεράματα που πλησίαζαν αμείλικτα.
Ο μπάρμπα Κώστας έφυγε πρώτος, αφήνοντας τη γυναίκα του πάλι μεταξύ χωριού και Αθήνας, όπου χαιρόταν τα εγγόνια, τα καφεδάκια με τις γειτόνισσες, εξιστορώντας συχνά περιστατικά απ’ τη ζωή της, με τον δικό της μοναδικό τρόπο πάντα, δηλαδή γελώντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα ή ακόμα και τραγουδώντας!
Εμείς οι νεότεροι αναρωτιόμαστε συχνά από πού αντλούσαν εκείνες οι αγράμματες, ταλαιπωρημένες γυναίκες του παλιού καιρού τόση αισιοδοξία…
Και στις 4 Αυγούστου 2016 έφυγε κι’ η θεία Βαγγελιώ στα 90 της, έχοντας απολαύσει τόση περιποίηση και τιμή απ’ τα παιδιά της όση λίγοι γονείς είχαν την τύχη να απολαύσουν στα γεράματά τους.
Τώρα το όμορφο διόροφο σπίτι με θέα το Ιόνιο θα κλείσει, αφού και τα τρία παιδιά μένουν με τις οικογένειές τους στην Αθήνα και θ’ ανοίγει μόνο στις διακοπές, όπως άλλωστε πολλά σπίτια στην παλιά μας γειτονιά.
– Το σκίτσο είναι του εγγονού της Νίκου Μαμά “Ευαγγελία Βεργίνη, η γιαγιά μου βλέπει τηλεόραση”

"Οι μπαλάντες της Νόνης"


Οι μπαλάντες της Νόνης είναι η νέα δουλειά του σπουδαίου συνθέτη Τάσου Καρακατσάνη πάνω σε ποίηση Νόνης Σταματέλου.
Συμμετέχουν οι: Άρτεμις Αποστολοπούλου, Παναγιώτης Τερζάκης, Λευτέρης Τουμαράς και η Γεωργία Τέντα.
Μόλις κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις «Οδός Πανός», Διδότου 39 και Ιπποκράτους, Αθήνα.










Παρακολουθούμε  μικρά video














Αυτός είναι ο φίλος μας ο ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ
κι' είμαστε τυχεροί που τον συναντήσαμε και μας τίμησε με τη φιλία του,
αλλά κυρίως με τη μουσική του
1----ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ: 1963, σε ηλικία 13 ετών, με την προτροπή και
τησυμπαράσταση του Μίκη Θεοδωράκη, παίζει πιάνο στις μπουάτ και στις 
πολιτικές εκδηλώσεις της Ε.Δ.Α. Γίνεται μέλος της «Δημοκρατικής Νεολαίας
 Λαμπράκη».
2----ΣΠΟΥΔΕΣ: (Από το 1965 έως το1978) Με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου
θεωρητικές επιστήμες της μουσικής. Με τον Αλέξανδρο Τουρνάισεν, πιάνο.
 Με τον Νάσο Χρονόπουλο πρακτικές ασκήσεις.
3----ΜΕΤΑΠΡΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: (από1973 έως1987)
Διασκευές και ενορχηστρώσεις μεγάλου αριθμού έργων του Μάνου Χατζιδάκι,
πολλών νεοελλήνων συνθετών, αλλά και παραδοσιακής μουσικής.
Διεύθυνση των μουσικών προγραμμάτων του "Σείριου".(1985-86).
4----ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: (από1987 έως και σήμερα.)
«ΚΑΠΕΛΑ». μιούζικαλ (πρώτη του μουσική σύνθεση
για το θέατρο, στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας)
Ακολουθεί δεκαετής συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και
αντίστοιχες σε χρόνο συνεργασίες με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ της Ρόδου και ιδιαίτερα
 με το Συμιακό θέατρο. Με το Εθνικό Θέατρο (1989-1996), την «Πειραματική
 Σκηνή Τέχνης» (1990), τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής-Κρήτης-Ιωαννίνων και 
πολλές σκηνές του ελεύθερου θεάτρου.
(Κινηματογράφος) Τέσσερις κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, δύο
 μικρού και σε οκτώ ντοκιμαντέρ στην Ε.Ρ.Τ για τον Νίκο Καζαντζάκη. .
Από το 1987 έως και σήμερα, το σύνολο των μουσικών συνθέσεών του
 για το θέατρο και τον κινηματογράφο, αριθμείται σε 110 έργα.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΉΣ ΤΟΥ:
(Από το Σείριο)
1989 - Τα Καπέλα
1996 - Έξι ενότητες θεατρικής μουσικής
1996 - Με τον Αριστοφάνη στη Σύμη
2002 - Και το τρένο πάει στον ουρανό (sound track με την Ειρήνη Παπά).
2010- Τα Καπέλα (επανέκδοση)
(Από την M.B.I.)
1999 - Τα Παραμύθια του Αλτ Ιλύ,
2006- Των ανέμων επιβάτες
(Από την PETERS GALLERY και το Ρ.Ι.Κ. )
2005- Κυκλική αναπνοή
2011- Τρεις ενότητες θεατρικής μουσικής.
(Από την ΟΔΟ ΠΑΝΟΣ )
1993- Ο αναιδής θρίαμβος
2016- Οι μπαλάντες της Νόνης

----
https://www.facebook.com/figouresgynaikon/


----------------------------------


Φωτογραφία του χρήστη Φιγούρες γυναικών - Δημοτικό Ραδιόφωνο Ιωαννίνων  98.7 - Πέμπτη 8μμ.
Η έπνευση είναι απρόβλεπτη....έρχεται μόνη της ...είναι θεική....η έπνευση
 έρχεται σε ώρες περισυλλογής........
Υπάρχει μια μελωδία γύρω μου ..αισθανόμουν κάτιμελωδικό στον κόσμο.....
Ο στίχος που μου έχει μείνει απο τα μαθητικά μου χρόνια... του δημοτικού ...

ακόμη...που τότε δεν τον καταλάβαινα ....
σήμερα όμως με εκφράζει ..είναι του Ζαχαρία Παπαντωνίου ....
Αχ ζωή ασυλόγιστη που είσαι....Αχ ζωή.......
Η ποίηση έχει δυναμική ,αλλάζει τα πράγματα ....κάνει επανάσταση ..έχει δύναμη ...

μπορεί να φέρει τα πάνω ...κάτω..
Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο.......
Ευχαριστώ πολύ την κα Νόνη Σταματέλου για την πολύ όμορφη και αληθινή 

κουβεντούλα που είχαμε την
 Πέμπτη 9 Ιουνίου στις
"Φιγούρες ....Γυναικών",γιατί πραγματικά η Νόνη εκαπαιδευτικός ...η Νόνη

 ποιήτρια είναι ο ευατός της !
Εύχομαι οι "μπαλάντες ..της Νόνης " να έχουν μεγάλο μουσικό ταξίδι........
--------------


http://www.giannena-e.gr/Politismos/Mousiki/62-CD_Oi_Mpalantes_Tis_Nonis_Tasou_Karakatsani.aspx


-----------------

Στις 5 Αυγούστου!Στην αυλή της Δημόσιας βιβλιοθήκης Λευκάδας!
 Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ και μελοποιημένα ποιήματα !!! Μπαλάντες ...
Και αυγουστιάτικο φεγγάρι !!!



Παρουσίαση ποιητικής συλλογής "Έλλειψη χώρου"


Γράφουν οι φιλόλογοι Βιβή Λάζου, Βούλα Σκαμνέλου και Λιλή Μαρδάκη



Γράφει η φιλόλογος Βιβή Λάζου για την ποιητική συλλογή της Νόνης Σταματέλου " Έλλειψη χώρου",εκδ.Μελάνι

“Ποίηση και Θεός” , “Ποίηση και «ξένη»”, “Ποίηση και χρόνος”
“Ποίηση λόγος και Ποίηση σιγή”
“Η Ποίηση χρώμα»
θα μπορούσαν να είναι τίτλοι θεματικών ενοτήτων της παρουσίασης της «Ελλειψης χώρου» απόψε
Διαβάζω το ομότιτλο
Ελλείψει χώρου η Ποίηση της Νόνης Σταματέλου ανατείνει στο Άυλο, ανατάσσει τον υλικό χρόνο, ανακαλεί τη δική της ύλη:
Ανατείνει στο Θεό, στο άχρονο, το άκτιστο, με τη συνέργεια των αγνότερων κτισμάτων του:
τότε μένει ανερμήνευτη η διά της πτώσεως εξύψωση και πτήση, εκεί όπου ευρίσκεται η Ποίηση και ο Θεός ζητείται. Στις αίθουσες. Από τη νεότητα.
τότε ερμηνεύεται ως αμαρτία ενώπιον Θεού και αγίων η ατολμία ομολογίας των αμαρτημάτων, μόνη ευστοχία η μαρτυρία τους. Αυτή η μαρτυρία, δηλαδή η Ποίηση, διασώζει από την αληθινή βλασφημία και αγιάζει
τότε η ίδια ψάλλει το παιδί που τίκτεται σ’ αυτό τον ευτελή κόσμο, την υπομονή των Παθών και την ανυπομονησία της Ανάστασης
Ανατάσσει το χρόνο παριστάνοντας ανθρωπόμορφες τις υποδιαιρέσεις του:
τη νιότη που ενοικεί στους δρόμους του φθινοπώρου (οι δρόμοι την εχθρεύονται, τους δρόμους της διεκδικεί)
όλες τις εποχές της που συγκατοικούν στο πατρικό, στην εστία της πρώτης, με τις φροντίδες της τελευταίας, που τις συναιρεί
το παρόν φθινόπωρο
το έαρ που εφορμά στο χειμώνα μιας ζωής, η ψυχή του οποίου είναι αιχμάλωτη του Αυγούστου
Ανακαλεί τους κτιστούς της χρόνους και χώρους
όταν αποζητά τον πατρικό ίσκιο και τη σκιά της μάνας (σχεδόν σε αναγκάζει να αναζητήσεις την παρουσία της μάνας, καθώς αφιερώνει τη συλλογή στους γονείς, περιλαμβάνει σ’ αυτή ένα ποίημα με τίτλο «στον πατέρα μου», ενώ στη μάνα επιφυλάσσει την πιο μυστική επιφάνεια)
όταν γίνεται studium exsulatus, σπουδή εξορίας, τα πονήματά της σιωπή, και λόγος η μόνη αληθινή πατρίδα, η παιδική ηλικία (η παιδικότητα μοιάζει υλική οντότητα εδώ)
όταν γίνεται εγερτήριος εφηβισμός, άλικο άνθος. Τι άλλο; Παρά τις ματαιώσεις, δε θάλλει πια επί ματαίω (ένα κόκκινο φόρεμα δεν αγοράστηκε ποτέ από το κορίτσι, από φόβο για το αίμα, την επανάσταση και τη διάκριση, στο συχνό όμως εφιάλτη της γυναίκας η φοιτήτρια φορά κοκκινισμένο από το αίμα μιας εξέγερσης φουστάνι)
όταν φαίνεται πραγματιστική
και ανασύρει – θετή κληρονόμος η ίδια- ως ανεκτίμητο ό,τι δεν εξετίμησαν οι φυσικοί κληρονόμοι
ή αναγνωρίζει στα απλά αντικείμενα τα απλοϊκά μέσα διάνοιξης της μυστικής ή εκφοβιστικής οδού προς τη σιωπή
όταν αποκαλύπτεται μεταφυσική
και απευθύνεται στις διψασμένες ψυχές που αφήνουν ημιτελές το ποίημα
ή αποτείνεται στις σπάνιες αινιγματικές μορφές που λαμβάνει το Ωραίο για να δεχθεί τη σπάνια Ποίηση ως αντίδωρο δακρύων
ή λυτρώνει από την απώλεια του προσώπου διασώζοντας το χαμόγελό του
ή προμηνύει την απώλεια
όταν προτείνεται γνωσιολογική
κι αναλαμβάνει τη διάσωση των εξωφρενικών δοξασιών των πολλών για τους ολίγους και την προσφορά τους στους εκλεκτούς της για να διατηρήσουν εκείνοι σώας τας φρένας,
τη σαββατιάτικη γενική καθαριότητα των ψευδαισθήσεων
ή τη σύνδεση των ειδικών εμπειριών των ταξιδιών με τη γενική πείρα της ελευθερίας ως αθανασίας και ως μοναξιάς.
Διαβάζω το ποίημα «Υποψία»
Ελλείψει χώρου η Ποιητική της Νόνης συσφίγγεται και το σώμα αυτό του έργου της περιορίζει τον όγκο του, αυξάνει όμως τη μάζα του.
Δε διστάζει να συστείλει σε απροσδόκητες συνεκδοχές και μετωνυμίες τις εκφραστικές της μονάδες ώστε να τους δώσει τη σφοδρότητα του ακαριαίου στην πρώτη (αναγνωστική) εντύπωση, αλλά και ελευθερία προοπτικών στις (μνημονικές) αποτυπώσεις τους,
να τις συμφύρει σε παράδοξες ενότητες ώστε να τους δώσει τη δραστικότητα της γνήσιας Ποίησης, που διεγείρει με μια εικόνα όλες τις αισθήσεις
να αξιοποιήσει τη στιχουργική που κρίνει κάθε φορά αρμόζουσα, ακόμα και τη λεπτουργία της παραδοσιακής φόρμας, όταν χρειάζεται να μοιάσει αφελής, καθώς σ’ αυτή, την αυθεντική Τέχνη, η «μορφή είναι κατασταλαγμένο περιεχόμενο».
Τολμά να περιστείλει τα ασφαλώς κυρίαρχα εικαστικά της μέρη σε κάδρα οικεία ιμπρεσιονιστικά βέβαια, τόσο όμως λιτά, μινιμαλιστικά, ώστε να σου αρκούν ένα κορίτσι που βηματίζει, ένα παράθυρο, λίγα φύλλα, μερικοί άγγελοι, κόκκινο χρώμα και χρυσή σκόνη, για να τα σχεδιάσεις στα περιθώρια κι αν μάλιστα τα ξεφυλλίσεις γρήγορα, να σχηματίσεις το δικό σου φενακιστοσκόπιο. Παιδικό, δηλαδή αγνό. Όχι αθώο.
Δε διστάζει να χτυπά τις πόρτες του διαδρόμου. Αυτή την παρομοίωση χρησιμοποιούσε η Μαρίνα Τσβετάγεβα για την αναζήτηση της ορθής λέξης στο ποίημα: όπως χτυπά κανείς τις κλειστές πόρτες κατά μήκος ενός ατέλειωτου διαδρόμου, έτσι αναζητά ο ποιητής τη σωστή λέξη. Μόνο μία θ’ ανοίξει. Αυτή τη μία αναζητά και βρίσκει η Νόνη για τη φωνή της.
Όσοι κατακτήθηκαν από το δικό της ξεχωριστό μέταλλο, θα το βρουν και στην «Έλλειψη χώρου», μόνο που θα συναντήσουν τα ρινίσματά του (όπως θα έλεγε ο Κοροπούλης) σε καινούργια – νομίζω- διάταξη λόγω του νέου ενεργειακού πεδίου που διαμόρφωσε η έλλειψη χώρου.
Μα ποιος είναι ο χώρος που της λείπει; Γιατί λείπει χώρος; Υποψιάζεστε – ελπίζω – ήδη. Σ’ αυτό το φαιό κόσμο τοις ποιηταίς ουκ έστι τόπος. Το ξέρουν πια. Άλλοι με πίκρα, όπως ο Χαίλντερλιν, άλλοι με θυμό, όπως ο Καρούζος, άλλοι με ηδύτητα, όπως η Νόνη, το φωνάζουν: «περιττεύουμε, κύριοι». Ας ξέρουν όμως ότι είναι περιττοί, με την έννοια που συναντάμε στον Αριστοτέλη: υπέροχοι, έξοχοι.
----------------------------------------

Γράφει η φιλόλογος Βούλα Σκαμνέλου

Βούλα Σκαμνέλου: Είναι χαρά να διαπιστώνεις πως η νέα ποιητική συλλογή της Νόνης Σταματέλου, «Έλλειψη χώρου», από τις εκδόσεις Μελάνι, Νοέμβρης 2015, μπορεί να σε πάει και να σε φέρει «ΕΙΣ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ» (τίτλος ποιήματος του Νάνου Βαλαωρίτη). Μπορεί να σε πάει και να σε φέρει, κουνώντας σε όχι αποκλειστικά μόνο στη «Μετέωρη στο χρόνο» κούνια της «απ’ την ψηλή κορομηλιά», αλλά σε όλα τα άλλα μέρη. Σ’ αυτά που περιλαμβάνουν τα τοπία της ποίησης και της λογοτεχνίας, καθώς επιτελούν τις γνωστές «λειτουργίες» τους. «Λειτουργίες» που αναλύονται αενάως από τους κριτικούς, «νιώθονται» ανεξάντλητα από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, αλλά προπαντός υπονοούν ένα ωραίο και αναγκαίο «φευγιό». Στις λειτουργίες της ποίησης ας συνυπολογισθεί με όλες τις επιφυλάξεις και αυτή, όπως τη θέτει ο Αntonio Tabucchi: «να κρυφοκοιτάζει τη ζωή που πρέπει να ζήσουμε». Ο χαρακτηριστικός στην επικαιρότητά του τίτλος της τρίτης ποιητικής της συλλογής: Έλλειψη χώρου, μπορεί δηλαδή να σε προσανατολίσει στην ουτοπία μιας άλλης χωρικής αναζήτησης διεξόδων. Έτσι τουλάχιστον ενδέχεται οι πόρτες να ανοίξουν επιτέλους, «η επίμονη μνήμη» να παρουσιάσει «ένα μετέωρο βέλος προς τη χαρά», η κραυγή: «δεν έχω τόπο και δε χωράω πουθενά» να σιγάσει, ενώ «μια υποψία Άνοιξης» δε θα αφορά μόνο «στην εσάρπα». «Τα υπόλοιπα μαύρα» της ποίησής της σ’ αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα της εποχής συνδέονται και με το ότι «στους ναούς της πατρίδας» της «φωλιάζουν λύκοι», ενώ «οι ποιητές κρεμάστηκαν στις πλατείες…». Η «αλαφροϊσκιωτη ματιά» της θα μας κάνει λοιπόν να νοσταλγήσουμε την απλότητα της ποίησης, να νιώσουμε τη δική μας έλλειψη χώρου, να ελπίσουμε, να ταυτιστούμε κάπως και να μελαγχολήσουμε «ασυστόλως», απολαμβάνοντας μαζί της κι εμείς αυτό το είδος της δικής της ποιητικής παιδικότητας, σαν «σκολαρούδια με χτυποκάρδι στη φωνή». Έτσι μόνο και με όλα αυτά θα «καταλαγιάσουν τα ζούζουλα και θα καταπραΰνουν τα μούμουλα» (μέρες που είναι), το ασφυκτικό πλαίσιο της α-τοπίας της, αφού ακόμα και η αγκαλιά «του» είναι «αχώρητη», ώστε να βρεθεί χώρος πλήρους ελευθερίας. Άλλωστε, τι άλλο μπορεί να είναι τα ποιήματα εκτός από «σωριάσματα», «επί πτερύγων ανέμων» «ευτυχώς» και μιλήματα μουσικά για τη θλίψη των ανθρώπων που «κουρνιάζει στα λίγα δένδρα»; Και στην τρίτη της ποιητική συλλογή η Σταματέλου κρατάει τα γνωστά μοτίβα της ποιητικής της, έτσι όπως υφάνθηκαν στην πρώτη ποιητική της συλλογή «Παιχνίδι Αιχμηρό», και με κάποιες τροποποιήσεις και μεταλλάξεις: το μοτίβο του έρωτα και του θανάτου, το μοτίβο του πόνου και της μελαγχολίας, το μοτίβο των αγγέλων και του θεού, καθώς και το μοτίβο της προσδοκίας. Αγαπημένα μου ποιήματα: Γενέθλια, Πέρα, Τα σύνορα, Παιδικό (συγκρατεί κάτι από την Αυγούλα του Ρώτα), Μετέωρη στο χρόνο, Το γέλιο σου και Στον πατέρα μου.(Τι έγινε αλήθεια το κοπαδάκι του και πώς τοποθετείται τώρα μετά το θάνατό του απέναντι στα δελτία καιρού;)
-------------------------------
Γράφει η φιλόλογος Λιλή Μαρδάκη

Η φιλόλογος Λιλή Μαρδάκη γράφει για την ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ της Νόνης Σταματέλου «ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ» είναι ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής της Νόνης Σταματέλου, με την οποία μας ξεναγεί στον κόσμο της για άλλη μια φορά. Στους στίχους των ποιημάτων της συλλογής αυτής και με την αισθαντικότητα που χαρακτηρίζει την ποιήτρια γίνεται αναφορά σε τόπους, εποχές, ανθρώπους, εμπειρίες, συναισθήματα, καταστάσεις και γεγονότα, που αποτέλεσαν κάθε φορά το έναυσμα της ποιητικής έκφρασης. Πιο συγκεκριμένα, το πατρικό σπίτι(«όλες μαζί στο πατρικό μου σπίτι...»), η φύση και ιδιαίτερα της Λευκάδας(«ένα μετέωρο βέλος προς τη χαρά/ο μαΐστρος ο γλυκός/πάνω από τα πεύκα της Λευκάδας...»), η θάλασσα με τα κοχύλια, τα βότσαλα και τους γλάρους(«Φούσκωσε η θάλασσα, τρύπωσε στο πάπλωμα, ... Έτσι όπως φυσούσε γλυκά από τη θάλασσα...»), η παιδική ηλικία αλλά και όλες οι φάσεις της ενήλικης ζωής που είναι πολύτιμες, αλλά που, όμως («κλέβουν το κλειδί της ξενοιασιάς», καθώς «...με δυσκολία συμφιλιώνονται», «η σιωπή των ηλικιωμένων γυναικών/που κλείνουν πριν πέσει ο ήλιος την αυλόπορτα – τις θυμάμαι από παιδί να απλώνουν τα προικιά στα βράχια/στο Μαντράκι/τα καλοκαίρια»), η σχολική αίθουσα με τους μαθητές, όπου όλα τα όμορφα και τα αληθινά ταυτίζονται με το Θεό αλλά και με το Θείο όπως το βιώνει η ίδια(«Το χειμώνα στην αίθουσα/με τα χνωτισμένα τζάμια...οι άγγελοι, ο πίνακας, τα βιβλία, τα ολάνοιχτα μάτια, κι εγώ καιόμενη...», «Όλα τα όμορφα είναι ο Θεός, όλα τα αληθινά!»), η απώλεια αγαπημένων προσώπων και ιδιαίτερα των γονιών(«Έτσι όπως φυσούσε γλυκά από τη θάλασσα/με πήρε ο ύπνος πάνω σε ένα μισοτελειωμένο ποιήμα/...κερνούσε η μάνα κρύο νερό και σπιτικό γλυκό κυδώνι...», «Είν’ ο πατέρας, λένε τα πουλιά/καβάλα σ ‘ ένα σύννεφο. Είν’ ο πατέρας, λέω κι εγώ. Γυρίζει απ΄τα χωράφια μας...Κι η σούπα αχνίζει/Μα δεν έρχεσαι...»), η ανάγκη όλων των ανθρώπων για μια «ζεστή αγκαλιά» αλλά και για «γεύση έγνοιας», χωρίς την οποία είναι «μισή με την ελευθερία τους», όλα αυτά τα απλά μα και τόσο ανθρώπινα προκαλούν τον αναγνώστη να κάνει τους δικούς του συνειρμούς. Σ’ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς με πόση επιδεξιότητα αναδεικνύει η Ν.Σ. αξίες («Είχε σπουδαία υπάρχοντα το σπίτι.../Κι έμειναν όλα, χρόνια μες στη σκόνη.../Μέχρι να ‘ρθουν και να τα βγάλουν στο σφυρί/ανυποψίαστοι εκτιμητές,/οι κληρονόμοι...», «έχω περάσει στα κλειδιά μου/ένα τουριστικό μπρελοκάκι από τη Σίκινο/μερικές φορές αυτά τα ευτελή πράγματα/ανοίγουν αλλιώς τις πόρτες...»), προβληματισμούς σχετικούς με τη σημερινή πραγματικότητα, καθώς και το ηθικό χρέος του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος αλλά και το ρόλο και την τύχη των ποιητών(«έχει διαδήλωση στο κέντρο./σε μηδενικό χρόνο καθρέφτη/κοιτώ στα μάτια την ευθύνη μου και βγαίνω...Μ’ένα πλακάτ κιτρινισμένο τρέχω/Στους ναούς της πατρίδας μου φωλιάζουν λύκοι. Οι ποιητές κρεμάστηκαν στις πλατείες...», «Σάββατο πρωί/κι η βόλτα στην πόλη/ψευδαίσθηση ξεκούρασης/...κι η πωλήτρια μαραζώνει στο μεροκάματο της ντροπής/με το μεταπτυχιακό της στα αζήτητα...Και τα παιδιά/γράφουν συνθήματα για την παιδεία που σκοτώνει»), τη μοναξιά στις μεγαλουπόλεις(«τόσο μοναδικός, τόσο κοινωνικός, τόσο ταξιδευτής/μα τόσο μόνος...»),τις κοινωνικές συμβάσεις και τις επιπτώσεις τους στο χαρακτήρα και την ψυχολογία των ανθρώπων(«Σε μια ρωγμή της θλίψης/πρόβαλλε φέτος τον Απρίλη η πρώτη παπαρούνα.../Τρέμει σαν φλόγα και σαν υπόσχεση./Κι η εφηβική μου διάθεση/σαν μοναξιά και σαν έρωτας/μου θυμίζει/εκείνο το κατακόκκινο φόρεμα/που ποτέ δεν αγόρασα./Γιατί όταν ήμουν παιδί/φοβόμουν το αίμα και την επανάσταση./ Κι απ’ όταν άρχισα να μεγαλώνω/έψαχνα πάντα κάτι πιο διακριτικό...»). Η ποίηση, όπως όλες οι τέχνες, φέρει τη σφραγίδα του δημιουργού της. Στην προκειμένη περίπτωση είναι εμφανής η σφραγίδα της Νόνης Σταματέλου, γνώριμης και από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές της. Με το ανεπιτήδευτο ύφος, γλαφυρό και ταυτόχρονα λιτό και το πηγαίο συναίσθημα, με τη μελαγχολία και τη χαρά να συνυπάρχουν ή να εναλλάσσονται(«το χειμωνιάτικο παράθυρο στο γραφείο μου/σαν μεγάλο μελαγχολικό μάτι/ανοιγμένο στη λίμνη./Και μια επίμονη μνήμη/ Ένα μετέωρο βέλος προς τη χαρά/ο μαΐστρος ο γλυκός/πάνω απ’ τα πεύκα της Λευκάδας...») μας παρακινεί σε ταξίδια του νου και της ψυχής, να ξαναζήσουμε την αθωότητα των παιδικών μας χρόνων για να μη χάσουμε το δρόμο «στων καιρών την άβυσσο». Προορίζει την ποίηση για τους ωραίους ανθρώπους(«Σκουπίζοντας τα νερά του φθινοπώρου./καμιά φορά/πέφτω πάνω στα δάκρυα των ωραίων ανθρώπων.../...κατεβάζω απ’ το ψηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης/ένα χοντρό βιβλίο με ποιήματα») και επενδύει συναισθηματικά σε «ευτελή πράγματα», μικρά ενθυμήματα, που την εμπνέουν, γεγονός που αποκαλύπτει τα αξιολογικά της κριτήρια, αλλά και είναι δείγμα της εφηβικής της διάθεσης και παιδικότητας(«χαιρετισμοί στην Αγιαναστασιά!/θυμάμαι που ψελλίζαμε ανύποπτα το «χαίρε»/Ενώ στο αίμα μας κυλούσε άγνωστο ρίγος./Κι ανάμεσα στις φλόγες των κεριών/Οι εφηβικοί μας έρωτες...», «Τα ξανάβρα τα παιχνίδια/που σου άρεσαν παιδί/τ’αλογάκι και το μήλο.») Η ποίηση είναι λυτρωτική για όλους, ακόμη κι αν δεν είναι δημιουργοί της αλλά μόνο οι αποδέκτες. Είναι μια διέξοδος, ένας τρόπος αποφόρτισης από όσα δεν έχουν ειπωθεί στον καιρό τους και «γίνανε φίδια να σε πνίξουν./κι έχεις μια ευκαιρία να γλιτώσεις, μόνο την ποίηση», «Κι αρχίζω την κουβέντα που δεν κάναμε. Αφού σε είχα, δεν χρειάζονταν τα λόγια...». Στίχοι της Ν.Σ. που εκφράζουν τον καθένα μας. Θα ήταν παράλειψη, ωστόσο, αν δε γινόταν αναφορά στην εικονοπλασία στην ποίηση της Ν.Σ. Είναι γνωστό ότι μια σειρά από πίνακες έχουν φιλοτεχνηθεί από την Σοφία..., που τους έχει εμπνευστεί από την προηγούμενη ποιητική συλλογή της ποιήτριας «Σε πύρινη τροχιά». Στην επιτυχημένη αποτύπωση των εικόνων συνετέλεσε και η εύστοχη περιγραφή και χρήση τους στον ποιητικό λόγο, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού στη λογοτεχνία γενικά και στην ποίηση ιδιαίτερα, οι εικόνες είναι απαραίτητες. «Ποίημα χωρίς εικόνες είναι σώμα χωρίς ψυχή» έχει ειπωθεί από κριτικό της τέχνης. Γιατί μ΄αυτό τον τρόπο οι ιδέες, οι σκέψεις, τα βιώματα αισθητοποιούνται, καθώς αποτυπώνονται με χρώμα, δύναμη και παλμό και προκαλούν εντονότερη εντύπωση, κάτι που επιτυγχάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό η Ν.Σ. Χωρίς τις εικόνες οι αναγνώστες θα δυσκολεύονταν να προσεγγίσουν τα ποιητικά κυρίως κείμενα και έτσι θα έχαναν το ενδιαφέρον τους. Κάθε δημιουργός, όμως, στοχεύει, μέσα από την τέχνη του, σε αποδέκτες πρόθυμους και ικανούς να ακούσουν όσα κάθε φορά θέλει να εκφράσει και να μοιραστεί μαζί τους. Στην περίπτωσή της, η Ν.Σ. έχει πολλά να πει με τους στίχους της και επίσης έχει κοινό πρόθυμο να ακούσει. Τόσα πολλά, όσα έζησε και όσα ονειρεύεται ακόμα να ζήσει αλλά και όσα προσλαμβάνει από τον κόσμο γύρω της, γιατί είναι πνεύμα ανήσυχο κι ευσαίσθητο και αντιδρά στα ερεθίσματα του καιρού της, δεν εφησυχάζει, ενώ ταυτόχρονα αναπολεί και τροφοδοτεί την έμπνευσή της ανατρέχοντας στο παρελθόν(«Κι η κούνια απ’ την ψηλή κορομηλιά/μετέωρη στο χρόνο/με πάει – με φέρνει/με πάει – με φέρνει»). Εν τούτοις, δεν έχει χώρο να τα χωρέσει όλα αυτά. Κι αυτό το δηλώνει με τη συχνή μεταφορική χρήση του ρήματος «χωρώ» αλλά και με την αίσθηση ασφυξίας που αποπνέει το σύνολο της ποιητικής της συλλογής. Ερμηνείες για την «ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ» υπάρχουν κάποιες προφανείς και αντικειμενικές. Ωστόσο, εναπόκειται στον κάθε αποδέκτη να δώσει τη δική του και ίσως, εμβαθύνοντας, συνειδητοποιήσει ότι έχει και ο ίδιος έλλειψη χώρου. Γιατί η ποίηση επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και μας...χωράει όλους μέσα της.

Με αφορμή την κυκλοφορία και παρουσίαση στα Γιάννενα της νέας της  ποιητικής συλλογής με τίτλο «Έλλειψη χώρου» από τις εκδόσεις Μελάνι, ο ανταποκριτής του Bookia στην Ήπειρο Μίλτος Γήτας συνάντησε την ποιήτρια Νόνη Σταματέλουπου με ποιητική διάθεση του μίλησε για τα νέα της ποιήματα, την πηγή της έμπνευσης της αλλά και τους αγαπημένους της ποιητές.
Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με την ποίηση;
Από παιδί, έπαιζα αποστηθίζοντας στιχάκια των μεγάλων. Όταν έμαθα να γράφω άρχισα να συνθέτω δικά μου. Ο ποιητικός λόγος ήταν για μένα ο πιο προσφιλής τρόπος να εκφράζομαι στην εφηβεία, όπου γνώρισα τον Βρεττάκο και τον Πόε, τον Ελύτη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καφάφη. Μετά όλα πήραν τον δρόμο τους. Μια σημαντική αλλαγή στη ζωή μου στα 45 μου, ήταν η κινητήριος δύναμη να βγάλω σιγά σιγά απ' το συρτάρι τα γραπτά μου και να προχωρήσω στην έκδοση.
Με τρείς λέξεις τι σημαίνει ποίηση για σας ;
Ανάγκη, λύτρωση, ζωή.
Σταματέλου Νόνη, Μίλτος Γήτας
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι σήμερα να φέρεις τον τίτλο της ποιήτριας;
Πιστεύω τελικά ότι ο αληθινά καλλιεργημένος άνθρωπος σέβεται την ποίηση κι αυτούς που γράφουν. Υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων βέβαια που θεωρεί τον ποιητή απόκοσμο, έως και γραφικό. Αυτή η μερίδα όμως δεν με ενδιαφέρει, είναι έξω απ΄τη ζωή μου. Η μόνη δυσκολία ίσως έγκειται στο φόβο μην απογοητεύσω τους αναγνώστες μου.
Ζούμε τελικά σε καιρούς αντιποιητικούς;
Κάθε άλλο. Η στροφή προς τα μέσα μας, μας φέρνει κοντά στην Τέχνη γενικά, με την έννοια ότι εντείνεται  στους καιρούς της κρίσης η μεταφυσική μας αγωνία. Κι η "Τέχνη της ποιήσεως" βοηθάει μάλλον "να μη νιώθεται η πληγή" κατά τον Καβάφη.
Σταματέλου Νόνη, Μίλτος Γήτας
Από πού εμπνέεστε συνήθως;
Τα παιδικά μου χρόνια είναι μια σταθερή πηγή έμπνευσης, η καθημερινότητά μου, η σχέση μου με τους μαθητές μου, ο έρωτας ,ο ανθρώπινος πόνος, οι ανθρώπινες σχέσεις, τα ταξίδια.
Η τελευταία σας ποιητική συλλογή ποιο κεντρικό θέμα έχει;
Η νέα ποιητική μου συλλογή, περιέχει 50 ποιήματα και φέρει τον τίτλο "Έλλειψη χώρου". Προφανώς ,εκτός από επί μέρους στοιχεία που με κάνουν να ασφυκτιώ, όπως μια πόλη χωρίς θάλασσα, ή ένα σχολείο πνιγμένο στη γραφειοκρατία και την απαξίωση, μια κοινωνία αρκετά συντηρητική όπως η Γιαννιώτικη, μετά τα 50 μου, ίσως  αισθάνομαι ότι όλη αυτή η εσωτερική φλόγα που έχω ως άνθρωπος, δεν βρίσκει αναπαμό, δεν χωράω πουθενά, στενεύουν τα όρια αυτού του κόσμου.
Σταματέλου Νόνη, Μίλτος Γήτας
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ποιητής και γιατί;
Αγαπώ πολλούς ποιητές, αλλά αυτός που με σημάδεψε είναι ο Βρεττάκος. Τον γνώρισα απ' το "Μεγαλυνάρι ",που τραγούδησε η χορωδία Τρικάλων με την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου, στα 15 μου, απ΄το ραδιόφωνο .Από τότε, διάβαζα ό,τι είχε σχέση με τα ποιήματά του και τη ζωή του. Με μάγεψε η ευαισθησία του, ο τρόπος που προσέγγιζε το ζήτημα για το Θεό, οι τρυφερές του αναφορές στο χωριό που μεγάλωσε, την Πλούμιτσα, κοντά στις Κροκεές Λακωνίας. Ο Βρεττάκος είναι ο δικός μου ποιητής...
Οι δικοί σας άνθρωποι πως δέχθηκαν την ποίηση σας;
Ναι, οι δικοί μου άνθρωποι, οι άνθρωποι που μ΄ αγαπούν, αγαπούν και τα ποιήματά μου, γιατί παρατηρούν πως ο λόγος μου είναι ανεπιτήδευτος, είναι δικός μου, άρα είμ έγώ.
Σταματέλου Νόνη, Μίλτος Γήτας
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να εκδώσει σήμερα κάποιος τα ποιήματα του;
Δεν είναι πολύ εύκολο κάποιος να εκδώσει μια ποιητική συλλογή, δεδομένου ότι οι εκδοτικοί οίκοι δεν έχουν οικονομικό συμφέρον απ' την ποίηση.
Στην πόλη των Ιωαννίνων τι σας εμπνέει πιο πολύ; Στη Λευκάδα;
Στην πόλη των Ιωαννίνων με εμπνέει η βροχή και τα φθινοπωρινά φύλλα στη Δωδώνης, στη Λευκάδα... τα πάντα!
Σταματέλου Νόνη, Μίλτος Γήτας
Αν μπορούσατε να ζούσατε σε μια άλλη εποχή ποια θα επιλέγατε και γιατί;
Θα ήθελα να ζω στη δεκαετία του '60,που το χωριό μου δεν είχε σχεδόν καθόλου τουρίστες και rooms to let,κι η Αθήνα που αγαπώ είχε πιο ανθρώπινο πρόσωπο,γενικά ο κόσμος είχε περισσότερη ανθρωπιά.
Είστε αισιόδοξοι πως τα Γιάννενα θα είναι πολιτιστική πρωτεύουσα το 2021;
Όσο για τα Γιάννενα και τον τίτλο της πολιτιστικής πρωτεύουσας, επειδή θεωρώ ότι ο πολιτισμός φαίνεται στην καθημερινότητά μας κυρίως, οι τίτλοι και οι φιέστες με αφήνουν αδιάφορη...
Σταματέλου Νόνη, Μίλτος Γήτας
Ποιος στίχος σας έχει σημαδέψει;
Είναι οι στίχοι του Καβάφη απ' το ποίημα ΙΑΣΗ ΤΑΦΟΣ "Διαβάτη, αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή του βίου μας. Τι θέρμην έχει. Τι ηδονή υπερτάτη".
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Μέσα στα σχέδιά μου είναι εκτός από μια ή περισσότερες ποιητικές συλλογές ,να μπορέσω να δουλέψω και να ολοκληρώσω μια συλλογή διηγημάτων. Το διήγημα είναι ένα είδος που με γοητεύει ιδιαίτερα και ταυτόχρονα, νοιώθω ότι κάποια πράγματα προτιμώ να τα πω περισσότερο με πεζό λόγο.
http://www.agon.gr/news/121/ARTICLE/32099/2016-02-09.html

Τρίτη, 9 Φεβρουαρίου 2016
 | 

Νόνη Σταματέλου: Έλλειψη χώρου

Μάνα Το διάνεμά σου μέσ’ στο σπίτι Σαν να μην έχεις φύγει από καιρό κάπου-κάπου θαρρώ πως τις νύχτες κάποιος ποτίζει το βασιλικό Και σα δροσίζει τα χαράματα κλείνει απαλά το τζάμι. Νάρχεσαι να με ξυπνάς και να μου σκεπάζεις την πλάτη. Όπως και τότε. Νόνη Σταματέλου

Τί αντιπροσωπεύει η ποίηση σε μια εποχή χάους, θα μας έλεγε και σήμερα ο Οδυσσέας Ελύτης.
Η νέα ποιητική συλλογή της  Νόνης Σταματέλλου παρουσιάστηκε το Σάββατο το απόγευμα στις  6 Φεβρουαρίου στην αίθουσα του Πολιτιστικού Χώρου «Δημήτρης Χατζής» στα παλιά σφαγεία.
Η εκδήλωση, η οποία ήταν συνδιοργάνωση του Πνευματικού Κέντρου και των εκδόσεων Μελάνι  ξεκίνησε με τη Μαρία Σακκά στο φλάουτο να συνοδεύει την ποιήτρια σε ένα από τα ποιήματά της συλλογής της. Η Μαρία Σακκά είναι δασκάλα φλάουτου και υπήρξε μαθήτρια της κ. Σταματέλου, όπως μαθήτρια ήταν και η ομιλήτρια Τάνια Δήμου δικηγόρος. Να σημειωθεί ότι η Νόνη Σταματέλλου είναι θεολόγος καθηγήτρια και εργάζεται στο 7ο Λύκειο Ιωαννίνων.
Για το βιβλίο και την ποιήτρια μίλησαν επίσης  η πρώην σχολική σύμβουλος Βούλα Σκαμνέλου, η φιλόλογος Βιβή Λάζου και ο φιλόλογος Κώστας Παξινός. Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος Φιλήμων Καραμήτσος.
«Δεν ξέρω πως θα αποφασίσει να διαβάσει κανείς τα ποιήματα της τρίτης ποιητικής συλλογής της  Νόνης Σταματέλου με τίτλο: «Ελλειψη χώρου» από τις εκδόσεις Μελάνι 2015 της Πόπης Γκανά. Όπως και να αποφασίσει κανείς να τα διαβάσει: Όλα μαζί από την αρχή ή από το τέλος ή λίγα-λίγα αυτό που θα νιώσει είναι μια ευχαρίστηση, μια γλυκόπικρη αίσθηση σαν αυτή που μένει μετά από τα ακούσματα ήχων ενός μουσικού κουτιού ονειρώδους, που τα φέρνει ο άνεμος «πότε θαμπά, και πότε δίπλα» (Μιχάλης Γκανάς από τα Γυάλινα Γιάννενα)…
Έτσι θα αρχίσει την ομιλία της η Βούλα Σκαμνέλου, ενώ κάπου μεταξύ αγγέλων, εφηβικής διάθεσης της ποιήτριας και εξομολογήσεών της  με τα παντός τύπου σχόλιά της ακόμη και σαρκαστικά που αφορούν σε όλες τις ανθρώπινες περιπέτειες, έρχεται η μητέρα της. Είναι εκείνη άλλωστε που μπαινοβγαίνει σε όλες τις ποιητικές της συλλογές. Όπως και στο ποίημα στην αρχή αυτού του κειμένου, το οποίο εμπνέει χαράκτρια και γίνεται έργο Τέχνης.
«Ποίηση λυρική, κοινωνική  και ιδεολογικά φορτισμένη, όπου θίγεται η ανεργία, η αχρηστία των προσόντων των άνεργων νέων, η εξόντωση των ποιητών, ο θάνατος στη φυλακή, οι άνθρωποι με τις «καπαρντίνες», η βεβήλωση των εκκλησιών, η νεκρή και άταφη παιδεία…»
Πώς να καταγράψει ένα ρεπορτάζ όλα εκείνα τα σημαντικά με τα οποία και οι άλλοι ομιλητές σκιαγράφησαν έργο και ποιήτρια; Άλλωστε πώς μπορεί κάποιος να αγγίξει την ποίηση, να αναλύσει τη σπίθα, τη φλόγα, την έμπνευση του ποιητή, ακόμη και τη μαστορική (κατά Γιανναρά την τεχνική) ενός ποιήματος;
Συγκινητική ήταν η παρουσία των μαθητών σε αυτή την παρουσίαση. Κι εμείς κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια μαθητή της :  «Δεν θα την ευγνωμονήσω για τα θρησκευτικά που μου δίδαξε, θα την ευγνωμονώ πάντα γιατί μας μύησε όλους  στη λογοτεχνία, στην ποίηση». Και το άκουσαν οι καθηγητές που ήταν στην αίθουσα, πως οι μαθητές τους δεν θέλουν τους δασκάλους τους να τους διδάσκουν μόνο για αριθμούς, εμβαδά, τέμνουσες κύκλων και θεωρήματα, αλλά τους θέλουν ικανούς να τους πάνε λίγο παραπέρα. 

Η συζήτηση με την Νόνη Σταματέλου, με αφορμή την παρουσίαση της καινούργιας της ποιητικής συλλογής με τίτλο " Έλλειψη Χώρου " στην εκπομπή "Μεταξύ μας". (5-2-2016)

Πατήστε στον σύνδεσμο για να παρακολουθήσετε το βίντεο της συνέντευξης

https://www.facebook.com/metaksimas.itv/videos/1665394210390051/

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ  
Νόνη Σταματέλου, Ιωάννινα,
 Ιανουάριος 2009

Παράτολμο το εγχείρημα ν’ αρθρώσεις λόγο κοσμικό για τους Αγίους μας, σ’ αυτό το χώρο, σ’ αυτό το χρόνο και μ’ αυτήν την ιδιότητα. Το να σε αποκαλούν «θεολόγο» είναι ευλογία και προνόμιο. Μα ένα προνόμιο βαρύ, ένας Σταυρός προς το Γολγοθά, που φορές – φορές σε γονατίζει και φορές σε λυτρώνει…
Η Εκκλησία μας γιορτάζει σήμερα τους Τρεις Ιεράρχες και Οικουμενικούς Διδασκάλους του 4ου αιώνα: Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ενός αιώνα πολυτάραχου, μα που υπήρξε σταθμός για τα εκκλησιαστικά  μας γράμματα.
Η χριστιανική γιορτή στην παράδοσή μας είναι μέρα χαράς. Για τη ζώσα Εκκλησία που θριαμβεύει. Και όλοι εμείς, στο μέτρο που ο καθένας μας ζει και αναπνέει μέσα στην Εκκλησία ή έξω απ’ αυτήν, είμαστε μέτοχοι ή τραγικοί θεατές σ’ αυτή τη γιορτή και σε κάθε γιορτή.
 Καλούνται σήμερα στο κοινό τραπέζι μαζί με τους δασκάλους, οι άρχοντες και προϋπόθεση να μετάσχουν ως «συνεπιτελούντες» και όχι «παρακολουθούντες» είναι να αφουγκραστούν το λόγο του Χρυσοστόμου που λέει: «ο άρχοντας δεν πρέπει να υπερέχει απ’ τους αρχόμενους στις τιμές αλλά στις αρετές…»

Σπουδαστές ακόμα και οι τρεις φαίνεται να μην μπορούν να συμβιβαστούν με μετριότητες. Αποκτούν μόρφωση πλατιά κοντά σε σοφούς δασκάλους. Στοχάζονται, αναλύουν και αγωνίζονται για μία καθολική αλλαγή των ανθρωπίνων πραγμάτων με προοπτική το ευαγγελικό ιδανικό. Πριν γίνουν εξωτερικά μάρτυρες της αλήθειας αγωνίστηκαν εσωτερικά. Πέρασαν περίοδο ασκητικής ετοιμασίας για την απελευθέρωσή τους από την δύναμη των ανθρώπινων παθών, για την «καλήν αλλοίωσιν» ώστε αργότερα να μπορούν να ζήσουν και να δράσουν με εσωτερική ελευθερία.
Και μεστώνει γρήγορα το πνεύμα, κι ετοιμάζει τις μεγάλες εξορμήσεις για το γκρέμισμα των γηρασμένων ιδεών, για την καταπολέμηση των αιρέσεων. Κι ατσαλώνονται οι ψυχές για να βαστάξουν τον αβάσταχτο κατατρεγμό που τους προσμένει μα και να πετύχουν μια αρμονική σύνθεση αρχαιοελληνικής οικουμενικής σκέψης και χριστιανικού πνεύματος, να διασώσουν το ελληνικό στοιχείο σμιλεύοντάς το με την χριστιανική πίστη, ώστε να θεωρούνται προστάτες της Ελληνικής Παιδείας και των γραμμάτων.
Από κάθε φρόνιμο άνθρωπο ομολογείται, γράφει ο Ναζιανζηνός, που η υψηλή ποιητική του έμπνευση συναγωνίζεται τη φιλοσοφική βαθύνοιά του, ότι πρώτο και μεγάλο αγαθό είναι η παιδεία. Αντιμετωπίζει και την θύραθεν παιδεία με σεβασμό μα και με κριτικό νου. « Των εθνικών σοφών αποδεχόμαστε την έρευνα και θεωρία, απορρίπτουμε μόνο ό,τι οδηγεί στο πονηρό.» Και ο Μέγας Βασίλειος συνθέτει λόγο «προς τους νέους» όπου τους επισημαίνει τις ωφέλειες που αποκομίζει κανείς απ’ την ελληνική σοφία, αρκεί όπως οι μέλισσες να κάνει επιλογή του καλού υλικού. Πολύτιμα τα διδάγματά τους σε  θέματα παιδαγωγικής, που τίποτα δεν ήρθαν να προσθέσουν οι νεότεροι. Τους απασχολεί ο σκοπός της αγωγής, η προσωπικότητα του δασκάλου. Σημειώνουν ότι ο δάσκαλος οφείλει να έχει επιστημονικό οπλισμό και ηθική ακεραιότητα. Κι η διδασκαλία του να κατεβαίνει στην ψυχή του παιδιού σαν σιγαλή βροχή και να γλιστράει ως τα βάθη, εξασφαλίζοντας καρποφορία.
Μα δε μένουν στη συγγραφή και τη διατύπωση κανόνων. Σπεύδουν να στρατευτούν οπουδήποτε για τις ανάγκες του λαού. Τους γοητεύει όμως και η ζωή των ασκητών, μια φωνή τους καλεί σε δρόμους δύσκολους, δρόμους πνευματικούς. Μια ευγενική ταλάντευση χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή τους και της δίνει ένα τόνο δραματικό! Τελικά πραγματοποιούν μια ωραία σύνθεση θεωρίας και πράξης, στοχασμού και δράσης, αναχωρητισμού και δυναμικής παρουσίας στον κόσμο.
Μπροστά στα ιερατικά αξιώματα στέκονται με δέος και ευθύνη. Ο Βασίλειος, επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Γρηγόριος στη Ναζιανζό και την Κωνσταντινούπολη κι ο ιερός Χρυσόστομος μετά την θητεία του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια αναλαμβάνει με δέος τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κων/πολης κι ο καθένας δίνει αγώνα θαρραλέο κατά του πνεύματος της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας.
Υπέρμαχος της Ορθοδοξίας ο Βασίλειος πολέμησε τις κακοδοξίες των αιρετικών και περιφρόνησε τις απειλές του αυτοκράτορα που ήθελε να τον ελκύσει στο αρειανό δόγμα. Είναι γνωστή η περήφανη απάντησή του προς τον απεσταλμένο του Ουάλεντα Μόδεστο: «Δεν με πτοούν οι απειλές σας. Τη δήμευση της περιουσίας δεν τη φοβάμαι, γιατί δεν έχω τίποτ’ άλλο παρεκτός απ’ το τριμμένο μου ράσο. Στον καιρό του φοβερού λοιμού ιδρύει το περίφημο πτωχοκομείο και νοσοκομείο στην Καισάρεια, ολάκερο συγκρότημα από οικοδομές μέσα στην πόλη όπου οι κατατρεγμένοι του κόσμου έβρισκαν στέγη, τροφή, περίθαλψη, παρηγοριά. Ο θεσμός της κοινωνικής πρόνοιας που σήμερα αποτελεί αφορμή για καύχηση των πολιτισμένων χωρών, είχε με τον Μέγα Βασίλειο το πρώτο επίσημο φανέρωμα του στον κόσμο.
Κι ο Ιερός Χρυσόστομος στη Βασιλεύουσα γίνεται αληθινός πατέρας για το ποίμνιό του. Επιβάλλει αυστηρή οικονομία  στα έξοδα της αρχιεπισκοπής για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των φτωχών. Πνεύμα ασκητικό ο ίδιος, στηλιτεύει άφοβα τους βαλαντιοσκόπους, τους αυλοκόλακες και τους εμπόρους των οσίων και των ιερών με τον καυστικό του λόγο: «…εκκαθαρίσατε την Εκκλησίαν από αναξίους κληρικούς…». Και βλέποντας το πνεύμα μάταιης επίδειξης πλούτου να έχει εισχωρήσει και μέσα στην Εκκλησία κραυγάζει: «χρυσοχοείο και αργυροκοπείο είναι η Εκκλησία ή εργαστήριο αγιότητας;» Γι αυτό συνασπίστηκαν εναντίον του  όλοι όσων άνομα συμφέροντα εβλάπτονταν.
  Αξιοσημείωτη είναι και η στάση του ειρηνοποιού Γρηγορίου, όταν ορισμένοι επίσκοποι αμφισβήτησαν την εκλογή του στον Οικουμενικό θρόνο. «Αν, είπε στους συνοδικούς επισκόπους, εγώ είμαι  η αιτία των μεταξύ σας διαφωνιών, ρίξτε με στη θάλασσα και θα πάψει η τρικυμία των ταραχών. Δέχομαι να πάθω ο,τιδήποτε θελήσετε, αν και αθώος, για τη δική σας ομόνοια…»
Ο λόγος τους γίνεται πύρινος όταν αγγίζουν τα θέματα της πλεονεξίας και της κοινωνικής αδικίας που δεσπόζουν στην εποχή τους και μάλιστα καταξιωμένα από ήθη, νόμους και νοοτροπία. Ο Μ. Βασίλειος ανεπιφύλακτα καθορίζει την αρχή ότι ο πλούτος είναι αντιστρόφως ανάλογος της αγάπης «οσον ουν πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη» Αποκαλεί «λωποδύτην» όχι μόνον αυτόν που απογυμνώνει κάποιον αλλά κι αυτόν που ενώ μπορεί να του προσφέρει ενδύματα , δεν το πράττει.  « Ώστε τοσούτους αδικείς , όσοις παρέχειν ηδύνασο» Το «εμόν και το σον» χαρακτηρίζεται από το Χρυσόστομο  «ψυχρόν ρήμα και μυρίους πολέμους εισαγαγόν». Οι τρεις Ιεράρχες δεν περιορίζονται να στηλιτεύουν μόνο την αδικία, θεωρούν παράβαση και το «ακοινώνητον», την παράλειψη της προσφοράς στους έχοντες ανάγκη.
Μοιάζει συχνά να περνάει απαρατήρητη κι από την ίδια την  Εκκλησία η επιμονή των Πατέρων στην ισότητα των ανθρώπων, την «ομοτιμία» και την «ισοτιμία» τους. Τις κλασσικές αντιθέσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους «δουλεία-ελευθερία», «πενία-πλούτο», ο Γρηγόριος ονομάζει «αρρωστήματα», «επινοήματα κακίας», που «εισήλθε τω γένει των  ανθρώπων». Θεωρεί δε άνισον και «ανώμαλον» τον νόμο που είναι επιεικής στις συζυγικές παρεκτροπές των ανδρών, ενώ γίνεται αυστηρότερος σε αυτές των γυναικών. « Ου δέχομαι ταύτην την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν. Άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία» και ανατρέχοντας στους θησαυρούς του Ευαγγελίου επισφραγίζει  «εις ποιητής ανδρός και γυναικός, εις χους αμφότεροι, εικών μία, νόμος εις, Ανάστασις μία».
Ιδιαίτερη επίσης είναι η ευαισθησία τους προς τον κόσμο της δημιουργίας. Έβλεπαν τη φύση σαν ανάκτορο της σοφίας του Θεού, στον άγριο συναγωνισμό των στοιχείων , στο ήρεμο ξετύλιγμα της ζωής, έβλεπαν να αποκαλύπτεται το θεϊκό μεγαλείο. Και σαν απάντηση στην απολυτοποίηση της ανθρώπινης γνώσης και την περιφρόνηση της Βίβλου εν ονόματι μίας κούφιας επιστημοσύνης ο Βασίλειος λέει στην Εξαήμερο πως « Δεν μειώνεται ο θαυμασμός μας για το έργα του Θεού, αν βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε ένα από τα θαυμαστά έργα. Παρέλειψε η Γραφή να μας το πει για να γυμνάσει το μυαλό μας.»
Άνθρωποι θεόπνευστοι, βαθυστόχαστοι οραματιστές μίας ωραίας και πλούσιας χριστιανικής ζωής, οι τρείς ιεράρχες υπήρξαν παράδειγμα εφηρμοσμένου Χριστιανισμού. Οι οικουμενικοί διδάσκαλοι, οι γνήσιοι εκφραστές του πνεύματος της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας που ο ιερέας ήταν ο « πατέρας». Δραματικά επίκαιρη η αναφορά των Πατέρων  στη ζωή μας. Είναι πολύ κουρασμένος ο σημερινός άνθρωπος, σχεδόν απελπισμένος. Περίσσεψε η αυστηρή κριτική για τα αμαρτήματά του, χρειάζεται την αγκαλιά της Εκκλησίας, το γλυκό της λόγο.
Αλήθεια, ποια μέσα μαζικής ενημέρωσης θα προβάλουν  σήμερα, ημέρα γιορτής των Ιεραρχών, κάτι για τη ζωή τους, τη σημασία της παρουσίας τους στην ιστορία των ανθρώπων; Ποια κοινωνία θ’ απασχολήσουν, με ποια παιδεία;
Γι’ αυτό κλείνουμε αυτή τη μέρα  τα σχολειά και τα πανεπιστήμια και ψελλίζουμε αμήχανα  πως γιορτάζει η Παιδεία, ενώ όλοι ξέρουμε πως αιμορραγεί. Τα παιδιά μας βγαίνουν στους δρόμους, γράφουν συνθήματα, γιατί αρνούνται να κτίζουν πύργους σε κινούμενη άμμο…Σαν δάσκαλοι εκπέμπουμε ένα σήμα. Όχι βέβαια προς το κράτος-όταν αυτό αρνείται πεισματικά την παράδοσή του-με ηγέτες  που για το Χριστιανισμό ίσως γνωρίζουν μόνο όσα έμαθαν στα σχολικά τους εγχειρίδια και κάτω απ’ τον παραμορφωτικό φακό του Προτεσταντισμού, μα προς την Εκκλησία.Την Εκκλησία που βάλλεται από παντού, την Εκκλησία που συχνά παρουσιάζει τον Χριστιανισμό ως νομοκανονική υπόθεση, που αποστολή έχει να πορεύεται στον κόσμο για να τον εκκλησιοποιεί, την Εκκλησία των σκανδάλων και των Αγίων…

Καιρός πια να δούμε την Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία όχι σαν μουσειακό είδος ,Και να τιμούμε τους μεγάλους Ορθόδοξους πατέρες όχι εκθέτοντας μακροσκελείς βιογραφίες, αλλά τονίζοντας ότι η θεολογία τους είναι τρόπος ζωής, είναι πνευματικές αρχές κι όχι καθηκοντολογία.
Σήμερα η ορθόδοξη παράδοσή μας αποτελεί την πιο ασφαλή πηγή ανεφοδιασμού μας. Καθώς έχουμε να παλέψουμε σαν έθνος ανάμεσα στις αντικρουόμενες πολιτικοοικονομικές θεωρίες Ανατολής και Δύσης και σαν εκκλησία ανάμεσα στην προπαγάνδα των ετεροδόξων και την πολεμική των υλιστών. Είναι ανάγκη η ανθρώπινη κοινωνία να αναβαπτισθεί στο πνεύμα του ορθόδοξου Κοινοτισμού που τον αντάλλαξε μέσα στην τραγική της πορεία με μηδενιστικά συστήματα, να ξαναβρεί το θεανθρώπινο ανθρωπολογικό πρότυπο της για να μπορεί να δημιουργεί ανθρώπους που θα χρησιμοποιούν τον τεχνολογικό πολιτισμό για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους κι όχι για την καταστροφή του.
Ο Πατερικός λόγος για το σύγχρονο σκεπτόμενο άνθρωπο είναι πρόκληση. Οι τρεις Ιεράρχες δεν είναι παρελθόν. Εξακολουθούν να μετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας. Εκφράζουν σταθερά το φρόνημά της.
« Οι Χριστιανοί και μάλιστα οι Ορθόδοξοι, δεν αισθανόμαστε αμηχανία ούτε αιφνιδιαζόμαστε από τη διαδικασία της παγκοσμιοποιήσεως» γράφει ο στοχαστής ιεράρχης και αγωνιστής επίσκοπος Τιράνων και Αλβανίας και συνεχίζει « Η Οικουμενικότητα υπήρξε ο αυτονόητος πνευματικός μας χώρος. Η διάσταση της παγκοσμιότητος αποτελεί βασικό συστατικό της Ορθοδοξίας» (Γιαννουλάτος, σελ 262).
Η αποστολή μας λοιπόν ως έθνους σήμερα είναι αυτονόητη, αφού είμαστε κάτοχοι μιας πολύτιμης κληρονομιάς. Μια τέτοια αποστολή χρειάζεται το ψυχικό απόθεμα των Μαρτύρων και των Πατέρων. Κι αυτό είναι η Ορθοδοξία. Που σώζει την Ελληνικότητα στα υψηλότερα επιτεύγματά της σαν φιλαλήθεια, φιλοκαλία, φιλανθρωπία. Ο αποξενωμένος από αυτήν την παράδοση Γραικός, δεν έχει τίποτε να δώσει στην Ευρώπη, αλλά θα θέλει μόνο να πάρει, αρκούμενος μόνο στα ψιχία τα πίπτοντα από της τραπέζης» των πλουσίων εταίρων μας. Ο  Ρωμηός έχει να δώσει αυτό που πραγματικά στερείται η Ευρώπη, την Ορθοδοξία! Γιατί Ορθοδοξία είναι να πιστεύει κανείς εκεί που όλα φαίνονται χωρίς ελπίδα.

Η κινδυνολογία περί σύγκρουσης των πολιτισμών  με την παγκοσμιοποίηση δεν πλήττει την Ορθοδοξία που σκοπό έχει: να προσφέρει νόημα στη ζωή των ανθρώπων και υπέρβαση της αγωνίας του θανάτου.

Ο Χριστιανισμός πρέπει να γίνει συναγερμός! Και μάλλον ο συναγερμός πρέπει  ν’ αρχίσει απ’ την εκπαίδευση.
Ο λεγόμενος «εκδημοκρατισμός» της παιδείας ταυτίστηκε με την αξιωματική αρχή ότι στα παιδιά
«όλα επιτρέπονται».Το σχολειό δεν είναι στίβος άσκησης που ετοιμάζει τη νεολαία να αναλάβει με την ενηλικίωσή της τις ευθύνες του πολίτη, όχι.Το σχολειό παραμυθιάζει τον ανήλικο ότι έχει κιόλας όλα τα δικαιώματα του πολίτη, χωρίς την παραμικρή υποχρέωση αντιπροσφοράς, χωρίς εχέγγυα υπευθυνότητας. Δεν του μίλησε ποτέ η πολιτεία για τη χαρά της ασκητικής που προϋποθέτει η μετοχή, η άμιλλα, το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας. Γι’ αυτό, Δημοκρατία για πολλούς νέους στην Ελλάδα σημαίνει το χαβαλέ της «αποχής», του αποκλεισμού των κεντρικών δρόμων για να παραλύσει η κυκλοφορία, σημαίνει να ηδονίζεσαι από τη μέθη της ισχύος, όταν μπορείς να βασανίζεις πολλούς.

Οφείλουμε να μείνουμε πολλές νύχτες ξάγρυπνοι όσοι εμπλεκόμαστε στο θέμα της παιδείας, αν τα παιδιά μας συχνά ανιχνεύουν την ποιότητα όχι στους θεσμούς, μα στο περιθώριο. Αναρωτιέμαι, πότε θα μπούμε στον κόπο να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματά τους, αναρωτιέμαι, πόσο καιρό ακόμα θα  κλείνουμε τ’ αυτιά στις κραυγές που απευθύνουν στους γονείς και τους δασκάλους τους και συχνά αποτυπώνουν σε στίχους αγαπημένου τους τραγουδιστή σαν  κι’ αυτούς :«δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή και μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο…»
Αλήθεια, ποιος τολμά πια να θίξει το θέμα της γλώσσας, εκείνης που η κατάργησή της στην εκπαίδευση έχει αποκλείσει τα παιδιά μας απ’ τον γλυκασμό της εκκλησιαστικής μας ποίησης; Στα Λύκεια τα παιδιά δεν κατανοούν πια ούτε τον Παπαδιαμάντη και με δυσκολία παρακολουθούν κείμενο του Μακρυγιάννη ή του Κοσμά του Αιτωλού. Κι’ όμως, τη γλώσσα του πατροκοσμά την καταλάβαιναν οι αναλφάβητοι Έλληνες της Τουρκοκρατίας. Ποιος τολμά να φωνάξει πως στο βωμό της ευκολίας, κόβουμε τις φλέβες του Ελληνισμού, πιθηκίζοντας άλλα πρότυπα και άλλα μοντέλα παιδείας, ξένα με την ιδιοσυγκρασία μας;

«Θεός είναι να μη μπορείς να κοιμηθείς» γράφει ο ποιητής κι’ έχω την άποψη ότι η αγωνία μας πια δεν πρέπει να εξαντλείται σε μνημόσυνα ή λόγους από άμβωνος, μα είναι θέμα βαθειάς, μέχρι δακρύων περισυλλογής…