ΠΑΡΟΙΜΙΑ

                                          ΠΑΡΟΙΜΙΑ


Πάντα ν’ αφήνεις μαύρα ρούχα στο χωριό.
Δε σου ζητάνε τίποτα,
στην ντουλάπα κρέμονται.
Μην τύχεις πάλι σε  κηδεία με τα κόκκινα!
Έστω κι’ ένα μαύρο φουστάνι…

«Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος»…
Παίρνουμε την αράδα μας εμείς πια τώρα
Δε βλέπεις πως αριέψαμε;
Η μάνα είχε πάντα μια παροιμία στο στόμα.
Έχει και κρίνους μωβ και άσπρους στο χωράφι.
Κόψε και πήγαινε στην Αγιαναστασά, την Παναγία
Και τον Αηγιώργη…

«Πάντα ν’ αφήνεις μαύρα ρούχα στο χωριό…»
μονολογώ
ακουμπισμένη στο ίδιο όπως τότε στασίδι
που μ’ αναπαύει ακόμα
γυαλιστερό και οικείο…


ΑΠΕΡΓΙΑ

                                                  ΑΠΕΡΓΙΑ


Σήμερα απεργώ για τα χαμένα μου όνειρα
Για τους σκυφτούς, φοβισμένους συναδέλφους.
Για τη χαμένη  μου πατρίδα,
Για τα παιδιά που ακόμα ονειρεύονται…
Μα τίποτα δεν κάνω για το μετανάστη με το ζεστό βλέμμα.
Πέμπτη μέρα απεργίας πείνας
στα παγωμένα σκαλιά της Νομαρχίας.
Μακρινή πατρίδα η Σενεγάλη
δακρύζει μες’ τα γιορτινά λαμπιόνια.
Μες στο νέγρικο βλέμμα γεννιέται φέτος ο Χριστός
Μέσα σ’ αυτό σταυρώνεται.
Κι’ εγώ,
Απεργός της σιγουριάς
ρουφάω ασύστολα τη σούπα μου.

Ρίξε κι’ άλλα ξύλα στο τζάκι.
Προβλέπεται βαρύς αυτός ο Χειμώνας…

ΑΤΑΚΤΗ ΦΥΓΗ


                             ΑΤΑΚΤΗ  ΦΥΓΗ


Σα φίδι το βλέμμα σας
γλυστρούσε στο σκοτεινό μου περίγραμμα…
Εκείνα τα κρύα πρωινά
που σπάθιζα τη θλίψη
κόβοντας ένα-ένα τα σχοινιά
που είχαν προορισμό τα πόδια μου,
τα χέρια μου
και την καρδιά μου…
Σας πρόλαβα
πάνω στην ώρα
που σκυμμένοι στο χώμα
σχεδιάζατε χάρτες μυστικούς
ρωτώντας μάγους  και πλανόδιους γητευτές…
Ακατανόητες λέξεις βγαίναν απ’ το στόμα σας.
Κι’ ανεβαίνοντας ολοταχώς προς τον ήλιο
είδα το χέρι σας τρεμάμενο
να σημαδεύει το μυαλό μου.

Δυό φτερούγες πελώριες
με κλείσανε
με κρότο δυνατό.
Κι’ ο πυροβολισμός σας έσβησε
αφού άθελα πατήσατε τα πλήκτρα τ’ ουρανού
Κι’ ασταμάτητα μελωδεί το σύμπαν
Μα είσαστε πια μακριά…

Κάπου κάπου
αγναντεύω τις σκιές σας στο σούρουπο.
Μέσα σε ομίχλη πολλή βαδίζετε
Με θόρυβο πολύ οπισθοχωρείτε.
Και λέω πως δεν σας έπρεπε
μια τόσο άτακτη φυγή…

Μονόγραμμα


Λυρική Παμβώτιδα ,Αύγουστος 2011


Από Μαρία Τζιάτζου


Λυρική Παμβώτιδα ,Αύγουστος 2011


Ή ρ θ ε ς

Ή ρ θ ε ς
 
Σ' είδα   από  μακριά,
ν' ανοίγεις δρόμους
στα χωράφια με τα στάχυα.
Έλαμπε ο ήλιος κι' άστραφτε
Το κόκκινο ποδήλατό σου
και ρόδιζαν με το γέλιο σου
τα τσαμπιά στους αμπελώνες.
Απορημένα τα παιδιά παραμέριζαν
 καθώς καιγόταν η καρδιά σου
στο διάφανο στήθος σου.
Η ανάσα σου άναβε
τα φαναράκια των κρίνων
κι' η καμπανούλα στον άη Γιάννη τον Κρυφό
συνένοχη στ' αγγελικά σου παραπτώματα.
Σταμάτησες το δειλινό στην αυλή μου
με βλεφαρίδες χρυσές
σαν γύρη από αγιόκλημα
κι' οι κεραίες των γρύλων
ανίχνευσαν στον αέρα
τη συχνότητα του Θεού.

Ήρθες.
Κι' η αγκαλιά μας, ουράνιο τόξο
που σκέπασε το σπίτι μας.
Κι' η αμαρτία μας
ευλογημένη μαχαιριά
στην άρρωστη καρδιά του συμβατικού.
  
     Ο Δρόμος

Δεν θα μάθεις ποτέ
Πόσο με πονούσε εκείνη η επίμονη σιωπή σου
Τ' ατέλειωτα βράδυα
Πώς  έλειωνα παρακαλώντας για ένα χάδι.


 Νόνη Σταματέλου
Εκείνα τα Χριστούγεννα, θυμάσαι;
Βγήκα στο δρόμο για τσιγάρα, μεσάνυχτα
Κι' ήταν τα πιο παγωμένα της ζωής μου.
Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο
Ταξίδι μου φάνηκε μακρύ
στα παιδικά μου όνειρα.

Παραπατούσα
Τυφλωμένη απ' τα φώτα και τα δάκρυα
Το βλέμμα του περιπτερά μου φάνηκε ζεστό
και το άγγιγμα στο  χέρι μου
σαν μού δωσε τα ρέστα.
Έκλεισε βιαστικά, η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι.
Ζήλεψα το χαμόγελό του
καθώς τύλιγε το κασκόλ
Μύριζε ευτυχία.
Επέστρεφα αργά, ποιός θα νοιαζόταν;
Νύχτα Χριστουγέννων.
Ένα ζευγάρι χέρι χέρι προσπέρασε
και χάθηκε στο διπλανό στενό
Κρατούσαν κόκκινα κουτιά με χρυσαφί κορδέλλες
Ένα ταξί σταμάτησε πιο κάτω.
Δυό μεθυσμένοι μακριά.
Καμμία άλλη κίνηση, ήχος κανείς.
Μόνο το βήμα μου αργό
Κι' ο  αντίλαλός  του  μέσα μου.
Εβρεχε
Κι' η μοναξιά μου τρυπούσε τα κόκκαλα.
Δεν είπες λέξη πάλι. Όλο σώπαινες.
Κοίταζες απ' το τζάμι τα στολισμένα μπαλκόνια.
Τα χαρακτηρίζαμε κιτς, ίσως να τα ζηλεύαμε.

Βυθίστηκα άλλη μια φορά μεσ' στο βουβό μου κλάμμα.

Και σαν περνάω τώρα πια το δρόμο
Σαν βλέπω το περίπτερο
Αν και χιλιάδες πράγματα συνέβησαν εκεί
Εγώ εκείνα τα Χριστούγεννα θυμάμαι μόνο.

Στην Ηρώ των πέντε χρόνων


Νόνη Σταματέλου
Από την ώρα που γεννήθηκες
-ίσως και πριν ακόμα γεννηθείς-
Τα βελούδινα ποδαράκια σου
αφήνουν ίχνη από αίμα στη χαρά μου.
Κάποιος ράντισε με δάκρυα ό,τι σε περιβάλλει
Τις πορσελάνινες κούκλες των παραμυθιών σου
Το αρκουδάκι σου
Τη μπότα του Αη Βασίλη
που σού φερα γεμάτη ζαχαρωτά.
Όσες φορές προλαβαίνω
τρέχω να τα στεγνώσω όλα.
Πριν τ' αγγίξεις.
Πώς ν' αποφύγω τα μάτια σου που με βασανίζουν
σαν με ρωτάς για τη μανούλα;
Πάντα αδιάβαστη με βρίσκεις.
Πώς ντρέπομαι κάθε φορά
που καθρεπτίζομαι στο βλέμμα σου!
-δεν έχω δει πιο καθαρό γαλάζιο-
Ανήμπορη που νοιώθω μπροστά σου!
Τά χω αναθέσει όλα στους αγγέλους
που φτερουγίζουν στον ύπνο σου
Παραμονές Χριστουγέννων.

Το αντίο


Νόνη Σταματέλου
Λίγα βιβλία, έναν  καημό 
Και τα μικρά  ενθύμια της μάνας μου.
Κι' η πόρτα έκλεισε.
Δεν πήρα τίποτα απ' το σπίτι μας
δεν πήρα τίποτα από σένα
γιατί απλά ,πολύ απλά
μεσ' στην ψυχή μου,
μεσ' στο σώμα μου
τί  κι' αν το αρνείσαι
μέχρι τον τάφο θα σε κουβαλώ.
Ποιόν θα ρωτήσω για να σε νοιάζομαι;
Ποιός ξέρει τάχα ν' αποτιμά
ένα τέτοιο α ν τ ί ο  πόσο πονά;

Ποτέ δεν πρόσεχες τα δάκρυά μου
τις κρύες νύχτες
που ζήλευα κι' αυτό ακόμα το τσιγάρο σου
γιατί το κρατούσες ζεστά
Και κυρίως
γιατί σου ήταν απαραίτητο.

Πάντα φοβόμουν τα παραθυρόφυλλα
στις βροχές και στα χιόνια
γιατί εσένα φοβόμουν
πού χες φύγει από χρόνια.

Δεν μπόρεσα κι' ας πάλευα
να κρατηθώ κοντά σου
σαν νάσβηνε η φωνούλα μου
κύματα την κατάπιναν
και μ' έπαιρναν μακριά σου.
Δεν μ' άκουγες δεν μ' έβλεπες
κι' ούτε με χρειαζόσουν.

Μα όσο κι' αν ξεμάκρυνες
μη σε γελάσει ο χρόνος
Αν σβήσουμε το παρελθόν
ζούμε ζωή μισή.

Στην παιδική μου φίλη


Νόνη Σταματέλου
Μια κόκκινη σφυρίχτρα
Ξεχασμένη στον κήπο
Κι' ένα χτενάκι κίτρινο.
Μα πού κρύφτηκες;
Πάλι φοβάσαι;
Δεν σου θυμώνω
για το κυκλάμινο που πάτησες
Μπαίνει ο Σεπτέμβρης
Με τη βροχούλα χίλια θα φυτρώσουν κι' άλλα.
Όλα να τα  πατήσεις αν μπορείς.
Μη με τρομάζεις.
Το τρυφερό σου πείσμα το ανίκητο
πως τρέμω μην πληρώσεις ακριβά!
Δεν σε μαλώνω, σου τ' ορκίζομαι.
Βγες, πάμε στου μπαρμπ' Άγγελου για παγωτό
Όπου θέλεις θα πάμε
Δεν μ' αρέσουν τ' αστεία σου
και την ορμή σου την ανύποπτη φοβάμαι.
Ποτέ σου δεν προσέχεις τ' αγκάθια
που ματώνουν τα λευκά σου πόδια.
Κι' εκείνα τα σκυλόδοντα
πώς βρέθηκαν ανάμεσα στις κούκλες σου;
Είναι τόσο αθώο το γαλάζιο σου βλέμμα
που το φοβάμαι.Ακούς;
Όπου θέλεις θα πάμε
Και στα Χαντάκια και στον Πύργο
Θάχει πολλά τζιτζίκια πάλι
Μα μη μου κάνεις πείσματα
Έτσι που τρέμω απ' το φόβο
μη σού λαχε κακό
και τ' όνομά σου λησμονώ.
Δεν ξέρω αν σε λένε Βούλα ή Ηρώ
κι' ο χρόνος μέσα μου
μια διάσταση πρωτόγνωρη έχει πάρει.
Φωνάζω δυό ονόματα
Τρέχω αλαφιασμένη μεσ' στο μεσημέρι
Ξεσήκωσα τη γειτονιά
Άφησαν το παιχνίδι τους και τα παιδιά
και μόλις σουρουπώνει
παίρνουν φακούς στα χέρια και μ' ακολουθάνε.

Το πιο μικρό βρίσκει μια σύριγγα
πλάι στο πρόσωπο του φεγγαριού
Και σταματούν όλα μαζί μεσοστρατίς
Και με κοιτάνε
Και με ρωτάνε.