ΠΑΡΟΙΜΙΑ

                                          ΠΑΡΟΙΜΙΑ


Πάντα ν’ αφήνεις μαύρα ρούχα στο χωριό.
Δε σου ζητάνε τίποτα,
στην ντουλάπα κρέμονται.
Μην τύχεις πάλι σε  κηδεία με τα κόκκινα!
Έστω κι’ ένα μαύρο φουστάνι…

«Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος»…
Παίρνουμε την αράδα μας εμείς πια τώρα
Δε βλέπεις πως αριέψαμε;
Η μάνα είχε πάντα μια παροιμία στο στόμα.
Έχει και κρίνους μωβ και άσπρους στο χωράφι.
Κόψε και πήγαινε στην Αγιαναστασά, την Παναγία
Και τον Αηγιώργη…

«Πάντα ν’ αφήνεις μαύρα ρούχα στο χωριό…»
μονολογώ
ακουμπισμένη στο ίδιο όπως τότε στασίδι
που μ’ αναπαύει ακόμα
γυαλιστερό και οικείο…


ΑΠΕΡΓΙΑ

                                                  ΑΠΕΡΓΙΑ


Σήμερα απεργώ για τα χαμένα μου όνειρα
Για τους σκυφτούς, φοβισμένους συναδέλφους.
Για τη χαμένη  μου πατρίδα,
Για τα παιδιά που ακόμα ονειρεύονται…
Μα τίποτα δεν κάνω για το μετανάστη με το ζεστό βλέμμα.
Πέμπτη μέρα απεργίας πείνας
στα παγωμένα σκαλιά της Νομαρχίας.
Μακρινή πατρίδα η Σενεγάλη
δακρύζει μες’ τα γιορτινά λαμπιόνια.
Μες στο νέγρικο βλέμμα γεννιέται φέτος ο Χριστός
Μέσα σ’ αυτό σταυρώνεται.
Κι’ εγώ,
Απεργός της σιγουριάς
ρουφάω ασύστολα τη σούπα μου.

Ρίξε κι’ άλλα ξύλα στο τζάκι.
Προβλέπεται βαρύς αυτός ο Χειμώνας…