Προσμονή

                                             Προσμονή

Κι’  άλλο καράβι πέρασε.
Πάλι δεν ήρθες..
Μέρες ατέλειωτες στην προκυμαία
Μετρώντας λευκά πανιά.

Ξέρω πως θα’ρθεις.
Κι’ έχω την έγνοια
-μην τύχει κι’ έρθεις άξαφνα-
Να ετοιμαστώ..
Να σκαλίσω  την πέτρα με τ’ όνομά σου
Εκείνη πού φερα απ’ τ’ ακρωτήρι
Μαζί με τα κοχύλια
Και τον κόκκινο αστερία
Και τα ξυλαράκια που’ γλειψε το κύμα.
Να τα ταιριάσω όλα όμορφα, για Σένα
Δροσερά φρούτα στο τραπέζι
Εκείνο το λευκό λινό
Μια ψυχή διψασμένη
Κι’ ένα κορμί καυτό σαν τον Αύγουστο…

Παράπονο

                                                Παράπονο

Έκλαψα μέχρι το πρωί
Για το γιασεμί που βρήκα στο πάτωμα
Για τα γυαλιά που μάτωσαν τα χέρια μου
Και τη ματιά σου
Που πάγωσε το σύμπαν.

Σε κοίταζα να πατάς τα κρινάκια
Κι’ έκλαιγα
Δεν το θελες
Μα εκείνες οι μπότες οι βαριές
Δεν ήταν για τον κήπο.

Κι’ αν φύτευες τριαντάφυλλα
τα κρίνα τα δικά μου
ποτέ σου δεν τα πρόσεξες.

Δεν ξέραμε να μοιραστούμε τη ζωή!
Και τώρα που το μάθαμε
Έχουμε μεγαλώσει..

Φύλαξα τρυφερά λίγες παλιές φωτογραφίες
απ’ τη ζωή που αρνήθηκες

Ο Δρόμος

    Ο Δρόμος

Δεν θα μάθεις ποτέ
Πόσο με πονούσε εκείνη η επίμονη σιωπή σου
Τ’ ατέλειωτα βράδια
Πώς  έλειωνα παρακαλώντας για ένα χάδι

Εκείνα τα Χριστούγεννα ,θυμάσαι;
Βγήκα στο δρόμο για τσιγάρα, μεσάνυχτα
Κι’ ήταν τα πιο παγωμένα της ζωής μου.
Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο
Ταξίδι μου φάνηκε μακρύ
στα παιδικά μου όνειρα.

Παραπατούσα
Τυφλωμένη απ’ τα φώτα και τα δάκρυα
Το βλέμμα του περιπτερά μου φάνηκε ζεστό
και το άγγιγμα στο  χέρι μου
Σαν μού δωσε τα ρέστα
Έκλεισε βιαστικά, η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι.
Ζήλεψα το χαμόγελό του
καθώς τύλιγε το κασκόλ
Μύριζε ευτυχία.
Επέστρεφα αργά, ποιός θα νοιαζόταν;
Νύχτα Χριστουγέννων.
Ένα ζευγάρι χέρι χέρι προσπέρασε
Και χάθηκε στο διπλανό στενό
Κρατούσαν κόκκινα κουτιά με χρυσαφί κορδέλες
Ένα ταξί σταμάτησε πιο κάτω
Δυό μεθυσμένοι μακριά…
Καμία άλλη κίνηση, ήχος κανείς
Μόνο το βήμα μου αργό
Κι’ ο  αντίλαλός  του  μέσα μου.
Έβρεχε
Κι’ η μοναξιά μου τρυπούσε τα κόκαλα.
Δεν είπες λέξη πάλι. Όλο σώπαινες.
Κοίταζες απ’ το τζάμι τα στολισμένα μπαλκόνια
Τα χαρακτηρίζαμε κιτς ,ίσως να τα ζηλεύαμε.

Βυθίστηκα άλλη μια φορά μεσ’ στο βουβό μου κλάμμα…

Και σαν περνάω τώρα πια το δρόμο
Σαν βλέπω το περίπτερο
Αν και χιλιάδες πράγματα συνέβησαν εκεί
Εγώ εκείνα τα Χριστούγεννα θυμάμαι μόνο.

Μάνα

  Μάνα

Το διάνεμά σου μεσ' στο σπίτι
Σαν να μην έχεις φύγει από καιρό.
Κάπου-κάπου θαρρώ πως τις νύχτες
Κάποιος ποτίζει το βασιλικό
Και σα δροσίσει τα χαράματα
Κλείνει απαλά το τζάμι.
Νά  ρχεσαι
Να με ξυπνάς
Και να μου σκεπάζεις την πλάτη
Όπως τότε.
Να μου διαβάζεις στη γωνιά μας
απ' το παλιό αναγνωστικό.
Έχει άλλη γλύκα ο Παπαδιαμάντης
απ' το στόμα σου, μάνα
Άλλο βάρος τα Συναξάρια.

Κεραμειδού

   Κεραμειδού

Θύμαινα  Φούρνων Ικαρίας
Το καϊκάκι για την Κεραμειδού
Γέφυρα να περάσεις στη γαλήνη
Τουριστικό σακίδιο η πραμάτεια μου
Βιβλία και λευκά χαρτιά
Και σταθερά
Στις μέρες και στις νύχτες μου
Ο άγγελός μου
Μ’ ένα χαμόγελο γιορτή
Κι’ όλου του κόσμου οι γωνιές
Μικροί παράδεισοι…

ΕΙΣΒΟΛΗ

                                    ΕΙΣΒΟΛΗ

Έτσι μπαίνει πάντα ο Σεπτέμβρης, ξαφνικά.
Ασύστολα εισβάλλει στα λευκά μας πουκάμισα.
Αναποδογυρίζει κάποτε
και τα μπλε τραπεζάκια των διακοπών μας…
Και τα μεγάλα μας απογεύματα τ’ αμέριμνα
κουρνιάζουν, μουσκεμένα άλμπουρα
σε κάτι αμφίβολα καταφύγια.

Χθες ένα κορίτσι γύρευε τα σανδάλια του
σ’ ένα λόφο από φύκια,
μέχρι που το πήρε η νύχτα.

Απ’ το παράθυρο καταγράφω με συνέπεια
τις απώλειες του καλοκαιριού.
Ένα βιβλίο λησμονημένο στην άμμο,
δύο κίτρινα καπέλα, ένα φιλί,
δυό υποσχέσεις, μια απόφαση,
ένα γαλαζοπράσινο φόρεμα, ένα βραχιολάκι ποδιού.

Το άλλο πρωί δένω τα μαλλιά μου στους κάβους
Και ψηλαφώ μια σπασμένη πυξίδα στο μέτωπο…

Θέλω να σου πω..



                                 Θέλω να σου πω..

Θέλω να σου πω
Για το χαμένο νόημα των λέξεων
Μα δε μ’ αφήνεις
Και δεν έχεις καταλάβει τίποτα
για τη συντέλεια που ζούμε.
Θέλω να σου πω
Για τις γεμάτες αίθουσες Τέχνης
τις  άδειες από αισθήματα
για τους δασκάλους των Πανεπιστημίων
που αγοράζουν και πουλάνε τα ιερά.
Για τους ιερείς του χρήματος
Τις ποιητικές βραδιές
Στα σαλόνια των νεόπλουτων.
Θέλω να σου δείξω
μια σκοτεινή λίμνη
που ανακάλυψα ζώντας εδώ
κι’ ένα ποτάμι παραπέρα
με αίμα αθώων τολμηρών…
Κι’ εσύ μου ανοίγεις την καρδιά σου
Σαν βιβλίο
Και βλέπω
πως  δεν θέλω
τίποτα πια άλλο στον κόσμο
παρά τον κόσμο που διεσώθη εντός σου
πριν την Πτώση.

Πάρε τα χέρια σου
απ’ τα μάτια μου.
Θέλω να τα δω όλα.
Ησύχασε.
Τι να φοβηθώ τώρα που έχω Εσένα…