Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λευκαδίτισσες μάνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λευκαδίτισσες μάνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων


Λευκαδιτισσες μανες

Νονης Σταματελου



Φιγούρες τραγικές η καλές νεράϊδες, θλιμμένες παναγιές ή ηρωίδες του μόχθου, σε τοπίο σημερινό, σε τοπίο χθεσινό, σκιές κινούμενες εκεί που το φως παίζει με το σκοτάδι κι’ ο θάνατος με τη ζωή.

Στο μυαλό και την ψυχή μας παίρνουν διαστάσεις μυθικές. Για μας, που τις βλέπουμε χρόνο με το χρόνο να λιγοστεύουν και μαζί να λιγοστεύει κι’ η παιδικότητά μας, γιατί οι μανάδες όσο ζουν, είναι ασπίδες που μας προστατεύουν απ’ το θάνατο. Μετά περνάμ’ εμείς μπροστά. Και χωρίς μάνα, ζητάμε αλλά δε βρίσκουμε πουθενά τη χαμένη παιδική μας ηλικία .Και σοβαρεύουμε ,κι ασχημαίνουμε, σαν δε μπορέσουμε να κλέψουμε στις μνήμες μας λίγη ομορφιά και νιότη…

Σημαδεμένες απ’ τον πόνο της ξενιτιάς, του χάρου, το ξεροβόρι, την «τσέτζερη»,το «δεμάτι»,τη «βαντάκα» και συχνά την αγνωμοσύνη μας για το δρόμο του μαρτυρίου που περπάτησαν για να μας μεγαλώσουν.

Η ιεροπρέπεια του μαντηλιού, κάνει τη Λευκαδίτισσα μάνα νάρχεται στον ύπνο μας και να μη ξέρουμε στ’ αλήθεια αν είναι η δική μας μάνα ή η Παναγιά…Και να ξυπνάμε απ’ τ’ όνειρο, λυτρωμένοι απ’ τα δάκρυα, για τη ζέστη απ’ το χνώτο τους που νοιώσαμε στο μάγουλό μας…

Οι Λευκαδίτισσες μάνες, οι πονεμένες και περήφανες…
Που είχαν πάντα ένα μυστικό για να μοσχοβολάει το χωριό απ’ το «μπριάμι»,την «κουλούρα»,το «παλαμίδι»ή τη «μαριδόπιττα».Γεύσεις και μυρωδιές από ένα χαμένο παράδεισο, που νοσταλγούμε όλο και πιο συχνά, μέσα στην άγευστη και πλαστική μας ευωχία...

Σήμερα προβάλλουν δειλά στην εκκλησιά, πόσο λιγόστεψαν…θαρρείς πως ξέφυγαν από Σκιαθίτικο τοπίο, σμιλεμένες ευλαβικά απ’ τη μοναδική γραφίδα του Παπαδιαμάντη.
Στις «πολιτιστικές εκδηλώσεις» του Αυγούστου-τον Αύγουστο προγραμματίζει πια η Ελλάδα την παραγωγή πολιτισμού!-ζωντανά κατάλοιπα φολκλόρ για την αλλοτριωμένη σύγχρονη ματιά, παροπλισμένες, μα αξιοπρεπείς, ντυμένες στα καλά τους, με το «φουστάνι»,τη «σπαλέτα»,το «ποντάλι»και τις «μπόκολες».Η φούστα-μπλούζα που χαριτολογώντας υιοθέτησαν στην καθημερινότητά τους απ’ την «πρόοδο»των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχει θέση στα γιορτινά.
Το «κανάλι»και το «κεφαλοπάνι» δεν είναι για μας που τις αγαπάμε απλά ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες, ορίζουν αυθεντικές παρουσίες, οριοθετούν πολιτισμικά μεγέθη, δυσέυρετα και μοναδικά.

Κι’ αναζητάμε στη ζωή και στ’ όνειρο, μικρά ενθύμια, εικόνες μακρινές, πλάνα από κόσμους με καλαισθησία και ποιότητα, απλότητα κι’ αρχοντιά. Ένα ασπρισμένο πεζούλι κι’ ένα προσκέφαλο στο χειμωνιάτικο ήλιο, μια τσέτζερη κρύο νερό κατακαλόκαιρο στα μυριστικά της μικρής αυλής…Μια γλάστρα σγουρό βασιλικό που φύτεψαν με τα χεράκια τους, για να μας στείλουν ένα κλαράκι στο γράμμα…κι’ κείνο το κλαράκι αρκούσε πάντα για να ευωδιάσει το φοιτητικό μας δωμάτιο, οι δρόμοι κι’ η ψυχή μας…

Η βαθιά νοσταλγία μας τις εξιλεώνει, αυτές που φύγανε κι’ αυτές που φεύγουν…
Οι μορφές τους λειτουργούν στη συνείδησή μας πάνω και πέρα απ’ το κακό. Ο σοφός τους λόγος ξαφνικά γίνεται νόμος ,θυμίζει χαμένες αξίες. Αξίες που, μεγαλώνοντας ολοένα και πιο πολύ αναζητάμε, καθώς συχνά αισθανόμαστε άβολα, παρατηρώντας αμήχανα την τουριστική φρενίτιδα που ισοπεδώνει μέρη αγαπημένα, έχοντας άλλους νόμους. Οι αντιστάσεις λιγοστεύουν, των ανθρώπων και της φύσης, μπροστά στις επιταγές των καιρών, καθώς το παλιό αμπελάκι κι’ ο ελαιώνας παραδίνονται άνευ όρων στον αδυσώπητο νόμο της οικοπεδοποίησης, του εύκολου κέρδους.

Με το βλέμμα θολό αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμμα στα «Καλυβάκια»,πασχίζουμε ν’ αντισταθούμε στη λήθη. Κι’ η Λευκαδίτισσα μάνα ξέρει τον τρόπο κι αποτελεί πηγή αστείρευτη, είτε είναι ακόμα ανάμεσά μας, είτε χαμογελάει με σιγουριά απ’ την αντίπερα όχθη…