Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η αναχώρηση της θειά –Βαγγελιώς του Μέτσου…. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η αναχώρηση της θειά –Βαγγελιώς του Μέτσου…. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Η αναχώρηση της θειά –Βαγγελιώς του Μέτσου…

Έφυγε κι’ η θειά Βαγγελιώ για την αντίπερα όχθη.
Και τώρα, η μνήμη λειτουργεί με το δικό της τρόπο και μας πάει κατ’ ευθείαν σ’ εκείνα τα χρόνια που το παλιό μας σχολειό στα Καλυβάκια ήταν γεμάτο παιδιά, που η γειτονιά μας ήταν ζωντανή, κι’ η ευτυχία είχε την ευλογία της απλότητας.
Το σπίτι της θειά Βαγγελιώς είχε δυό μικρά δωμάτια και  μια πολύ μικρή κουζίνα με μια γκαζιέρα για μαγείρεμα.
Πάντα ζήλευα την τάξη και το νοικοκυριό της. Όλα απλά και καθαρά. Πιο πολύ ζήλευα τον παλιό ξύλινο κωμό και χάϊδευα τα μπρούτζινα περίτεχνα πομολάκια. Είχα  μια ιδιαίτερη θέση μέσα στο σπίτι, γιατί ήμουν η κολλητή φίλη της Ελένης, της μεγάλης κόρης, πηγαίναμε στην ίδια τάξη, λέγαμε τα μυστικά μας η μια στην άλλη και παίζαμε μαζί τα ατέλειωτα απογεύματα. Άλλωστε  η θειά Βαγγελιώ ηταν πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου. Ο μπάρμπα Νικολάκης ο πατέρας της, ήταν αδελφός της βαβάς μου της Σωφρόνης.
Κάθε Πρωτομιά, με έβαζε στο σπίτι πρωί πρωί γιατί έλεγε πως έχω καλό ίσκιο.
Η οικογένεια είχε τη συμπάθεια της γειτονιάς και όλου του χωριού, καθώς ο μπάρμπα Κώστας ο Μέτσος, είχε φύγει για την Αμερική, αφήνοντας μικρές την Ελένη και τη Μαρία,τον Μάκη δε,στην κοιλιά.Η ζωή τον πήγε αλλού, δεν πρόλαβε ίσως τις ανατροπές της, κι’ έπαψε να επικοινωνεί με το χωριό. Η μάνα του η θειά Βασύλω, τ’ αδέλφια του, συγγενείς και χωριανοί, δεν τον συγχωρούσαν, που είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του. Κατά καιρούς, έφταναν κάποιες πληροφορίες από άλλους ξενιτεμένους, ότι τον είδαν εκεί, τον είδαν αλλού, χωρίς όμως ο ίδιος να επιβεβαιώνει τίποτα. Θυμάμαι ήμουν έντεκα χρονών και αφού ψάξαμε και βρήκαμε τη διεύθυνσή του στον Καναδά, του έγραψα ένα πολύ συγκινητικό γράμμα. Τον παρακαλούσα να δώσει ένα σημάδι ότι ζει, γιατί τα παιδιά του τον ζητάνε, ότι έχουν ανάγκη απ’ την αγάπη του. Τίποτα! Το γράμμα εκείνο βέβαια δεν έμαθα ποτέ αν βρήκε τον σωστό παραλήπτη. Κάθε που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ζωντάνευαν οι ελπίδες μας πως τώρα πού ναι γιορτές θά ρθει, δεν μπορεί, και θα φέρει και δώρα, άντε τα επόμενα Χριστούγεννα, τίποτα και πάλι. Πάλι βούρκωναν τα ματάκια της Ελένης,πάλι απογοητευόμουν εγώ απ΄τη δύναμη που μού ΄λεγε ο δάσκαλος ότι είχα στο γραπτό λόγο… Το είχα πάρει προσωπικά κι’ ακόμα θυμάμαι την αγωνία μου και τη στενοχώρια μου. Πως ήταν δυνατόν αφού είχα βάλει σ’ εκείνο το γράμμα όλο το “λογοτεχνικό “μου ταλέντο, πώς δεν τον είχα συγκινήσει και τα παιδιά θα συνέχιζαν να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα …Του έγραφα πως είμαι η Νόνη της θειά-Γιαννούλας, πως τα κορίτσια του στο σχολείο δεν πάνε καλά γιατί σκέφτονται τον πατέρα τους, πως ζηλεύουν τ΄ άλλα παιδιά που έχουν πατέρα, τον παρακαλούσα, τον ικέτευα να απαντήσει…
Περνούσαν τα χρόνια, ο κόσμος τον κακολογούσε, ότι έμπλεξε με ιππόδρομο, ότι παράτησε τα παιδιά του και η κριτική δεν είχε κανένα έλεος.
Η θειά Βαγγελιώ, σαν την κλώσσα με τα κλωσσόπουλα, σκέπαζε τα παιδάκια της με όση στοργή μπορούσε, έπνιγε τα δάκρυά της,και αστειευόταν και γελούσε, με όση δύναμη της έμενε απ’ την κούραση στα χωράφια, τα μαρτίνια, το ζύμωμα κι’ όλη την αγωνία της βιοπάλης. Τη βοηθούσαν τ’ αδέλφια της, όλοι το ξέραμε, και οι γονείς της όσο ζούσαν και όσο επέτρεπαν οι συνθήκες, καθώς ήταν τραχειά η ζωή στα χωριά κι’ ανύπαρκτες οι ανέσεις. Αργότερα βέβαια, ο αδελφός της ο Φώντας που έφυγε στην Αθήνα, σταδιοδρόμησε διαφορετικά και στάθηκε πατέρας για τα τρία ανήψια του. Όλο το χωριό το ξέρει.
Στα παιδικά μου μάτια ήταν μια ηρωίδα που τα κατάφερνε να μεγαλώνει τρία παιδιά με φτώχεια και αξιοπρέπεια. Θυμάμαι στην κατασκήνωση “στου Πασά” που είχαμε πάει κάποια καλοκαίρια, τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, μετά από επιλογή του δασκάλου σαν τα πιο αδύνατα παιδιά, η Ελένη και η Μαρία φορούσαν τις Κυριακές δυό ίδια φορεματάκια, που τους είχαν ράψει στη μοδίστρα. Είχαν κατακίτρινα χρυσάνθεμα σε λευκό φόντο. Τα ανέσυρα σαν εικόνα απ’ τη μνήμη μου, όπως τις κοίταζα στην εκκλησία μες στα μαύρα …
Κι’ ο Μάκης, το στερνοπαίδι, πάντα περιποιημένος και καθαρός.
Μετά από χρόνια κι’ αφού τα παιδιά είχαν πάρει  το δρόμο τους, με την απουσία του πατέρα μόνιμο καημό, έφτασε το νέο στη γειτονιά ότι ο Μάκης, μόλις έκλεισε τα είκοσι αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα, να πάει στην Αμερική και να βρει τον πατέρα του, τον μπάρμπα Κώστα τον Μέτσο. Μικροί μεγάλοι ζήσαμε αυτό τον γυρισμό με πολλή συγκίνηση, χωρίς ποτέ να ζητήσουμε να μάθουμε λεπτομέρειες για τους λόγους που τον οδήγησαν σ’ αυτή την επιλογή.
Ο Μάκης έφερε τον πατέρα του πίσω, αυτό αρκούσε! Το σπίτι μεγάλωσε, απέκτησε ανέσεις, γέμιζε τα καλοκαίρια παιδιά κι’ εγγόνια, ο μπάρμπα Κώστας έγινε αποδεκτός και πάλι στο χωριό και μάλλον κανένας δεν τον έφερε σε δύσκολη θέση. Με αμερικάνικη προφορά πια, μας φώναζε απ’ το μπαλκόνι  του για να μας κεράσει ένα ουΐσκι Canadian label! Κι’ η θειά Βαγγελιώ, με το χιούμορ που τη διέκρινε, διακωμωδούσε την επάνοδο του συζύγου, μιλώντας με υπονοούμενα στις άλλες γυναίκες που ξεκουράζονταν τ’ απογευματάκι στ’ ασπρισμένα πεζούλια και ξεκαρδίζονταν όλες στα γέλια. Πάντως, “ο γυρισμός του ξενιτεμένου” ήταν γεγονός για το χωριό, μετά από 25 περίπου χρόνια απουσίας, δηλαδή μια ζωή…
Έζησαν αρκετά χρόνια μαζί, προσπάθησε όλη η οικογένεια να κερδίσει ένα κομμάτι απ’ τον χαμένο χρόνο, αλλά όπως ανέφερε στον επικήδειο ο ανηψιός της θειά Βαγγελιώς, ποιητής Κώστας Σταματέλος, “το κενό δεν αναπληρώθηκε ποτέ”.
Σαν φθινοπώριαζε που έμεναν οι δυό τους, πότε περνούσαν ήσυχα και πότε έστηναν μικρά καυγαδάκια, διεκδικώντας ίσως ο καθένας την παλιά χαμένη του ανεξαρτησία, βρίζοντας καμιά φορά την τύχη και τα γεράματα που πλησίαζαν αμείλικτα.
Ο μπάρμπα Κώστας έφυγε πρώτος, αφήνοντας τη γυναίκα του πάλι μεταξύ χωριού και Αθήνας, όπου χαιρόταν τα εγγόνια, τα καφεδάκια με τις γειτόνισσες, εξιστορώντας συχνά περιστατικά απ’ τη ζωή της, με τον δικό της μοναδικό τρόπο πάντα, δηλαδή γελώντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα ή ακόμα και τραγουδώντας!
Εμείς οι νεότεροι αναρωτιόμαστε συχνά από πού αντλούσαν εκείνες οι αγράμματες, ταλαιπωρημένες γυναίκες του παλιού καιρού τόση αισιοδοξία…
Και στις 4 Αυγούστου 2016 έφυγε κι’ η θεία Βαγγελιώ στα 90 της, έχοντας απολαύσει τόση περιποίηση και τιμή απ’ τα παιδιά της όση λίγοι γονείς είχαν την τύχη να απολαύσουν στα γεράματά τους.
Τώρα το όμορφο διόροφο σπίτι με θέα το Ιόνιο θα κλείσει, αφού και τα τρία παιδιά μένουν με τις οικογένειές τους στην Αθήνα και θ’ ανοίγει μόνο στις διακοπές, όπως άλλωστε πολλά σπίτια στην παλιά μας γειτονιά.
– Το σκίτσο είναι του εγγονού της Νίκου Μαμά “Ευαγγελία Βεργίνη, η γιαγιά μου βλέπει τηλεόραση”