Μονόγραμμα


Λυρική Παμβώτιδα ,Αύγουστος 2011


Από Μαρία Τζιάτζου


Λυρική Παμβώτιδα ,Αύγουστος 2011


Ή ρ θ ε ς

Ή ρ θ ε ς
 
Σ' είδα   από  μακριά,
ν' ανοίγεις δρόμους
στα χωράφια με τα στάχυα.
Έλαμπε ο ήλιος κι' άστραφτε
Το κόκκινο ποδήλατό σου
και ρόδιζαν με το γέλιο σου
τα τσαμπιά στους αμπελώνες.
Απορημένα τα παιδιά παραμέριζαν
 καθώς καιγόταν η καρδιά σου
στο διάφανο στήθος σου.
Η ανάσα σου άναβε
τα φαναράκια των κρίνων
κι' η καμπανούλα στον άη Γιάννη τον Κρυφό
συνένοχη στ' αγγελικά σου παραπτώματα.
Σταμάτησες το δειλινό στην αυλή μου
με βλεφαρίδες χρυσές
σαν γύρη από αγιόκλημα
κι' οι κεραίες των γρύλων
ανίχνευσαν στον αέρα
τη συχνότητα του Θεού.

Ήρθες.
Κι' η αγκαλιά μας, ουράνιο τόξο
που σκέπασε το σπίτι μας.
Κι' η αμαρτία μας
ευλογημένη μαχαιριά
στην άρρωστη καρδιά του συμβατικού.
  
     Ο Δρόμος

Δεν θα μάθεις ποτέ
Πόσο με πονούσε εκείνη η επίμονη σιωπή σου
Τ' ατέλειωτα βράδυα
Πώς  έλειωνα παρακαλώντας για ένα χάδι.


 Νόνη Σταματέλου
Εκείνα τα Χριστούγεννα, θυμάσαι;
Βγήκα στο δρόμο για τσιγάρα, μεσάνυχτα
Κι' ήταν τα πιο παγωμένα της ζωής μου.
Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο
Ταξίδι μου φάνηκε μακρύ
στα παιδικά μου όνειρα.

Παραπατούσα
Τυφλωμένη απ' τα φώτα και τα δάκρυα
Το βλέμμα του περιπτερά μου φάνηκε ζεστό
και το άγγιγμα στο  χέρι μου
σαν μού δωσε τα ρέστα.
Έκλεισε βιαστικά, η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι.
Ζήλεψα το χαμόγελό του
καθώς τύλιγε το κασκόλ
Μύριζε ευτυχία.
Επέστρεφα αργά, ποιός θα νοιαζόταν;
Νύχτα Χριστουγέννων.
Ένα ζευγάρι χέρι χέρι προσπέρασε
και χάθηκε στο διπλανό στενό
Κρατούσαν κόκκινα κουτιά με χρυσαφί κορδέλλες
Ένα ταξί σταμάτησε πιο κάτω.
Δυό μεθυσμένοι μακριά.
Καμμία άλλη κίνηση, ήχος κανείς.
Μόνο το βήμα μου αργό
Κι' ο  αντίλαλός  του  μέσα μου.
Εβρεχε
Κι' η μοναξιά μου τρυπούσε τα κόκκαλα.
Δεν είπες λέξη πάλι. Όλο σώπαινες.
Κοίταζες απ' το τζάμι τα στολισμένα μπαλκόνια.
Τα χαρακτηρίζαμε κιτς, ίσως να τα ζηλεύαμε.

Βυθίστηκα άλλη μια φορά μεσ' στο βουβό μου κλάμμα.

Και σαν περνάω τώρα πια το δρόμο
Σαν βλέπω το περίπτερο
Αν και χιλιάδες πράγματα συνέβησαν εκεί
Εγώ εκείνα τα Χριστούγεννα θυμάμαι μόνο.

Στην Ηρώ των πέντε χρόνων


Νόνη Σταματέλου
Από την ώρα που γεννήθηκες
-ίσως και πριν ακόμα γεννηθείς-
Τα βελούδινα ποδαράκια σου
αφήνουν ίχνη από αίμα στη χαρά μου.
Κάποιος ράντισε με δάκρυα ό,τι σε περιβάλλει
Τις πορσελάνινες κούκλες των παραμυθιών σου
Το αρκουδάκι σου
Τη μπότα του Αη Βασίλη
που σού φερα γεμάτη ζαχαρωτά.
Όσες φορές προλαβαίνω
τρέχω να τα στεγνώσω όλα.
Πριν τ' αγγίξεις.
Πώς ν' αποφύγω τα μάτια σου που με βασανίζουν
σαν με ρωτάς για τη μανούλα;
Πάντα αδιάβαστη με βρίσκεις.
Πώς ντρέπομαι κάθε φορά
που καθρεπτίζομαι στο βλέμμα σου!
-δεν έχω δει πιο καθαρό γαλάζιο-
Ανήμπορη που νοιώθω μπροστά σου!
Τά χω αναθέσει όλα στους αγγέλους
που φτερουγίζουν στον ύπνο σου
Παραμονές Χριστουγέννων.

Το αντίο


Νόνη Σταματέλου
Λίγα βιβλία, έναν  καημό 
Και τα μικρά  ενθύμια της μάνας μου.
Κι' η πόρτα έκλεισε.
Δεν πήρα τίποτα απ' το σπίτι μας
δεν πήρα τίποτα από σένα
γιατί απλά ,πολύ απλά
μεσ' στην ψυχή μου,
μεσ' στο σώμα μου
τί  κι' αν το αρνείσαι
μέχρι τον τάφο θα σε κουβαλώ.
Ποιόν θα ρωτήσω για να σε νοιάζομαι;
Ποιός ξέρει τάχα ν' αποτιμά
ένα τέτοιο α ν τ ί ο  πόσο πονά;

Ποτέ δεν πρόσεχες τα δάκρυά μου
τις κρύες νύχτες
που ζήλευα κι' αυτό ακόμα το τσιγάρο σου
γιατί το κρατούσες ζεστά
Και κυρίως
γιατί σου ήταν απαραίτητο.

Πάντα φοβόμουν τα παραθυρόφυλλα
στις βροχές και στα χιόνια
γιατί εσένα φοβόμουν
πού χες φύγει από χρόνια.

Δεν μπόρεσα κι' ας πάλευα
να κρατηθώ κοντά σου
σαν νάσβηνε η φωνούλα μου
κύματα την κατάπιναν
και μ' έπαιρναν μακριά σου.
Δεν μ' άκουγες δεν μ' έβλεπες
κι' ούτε με χρειαζόσουν.

Μα όσο κι' αν ξεμάκρυνες
μη σε γελάσει ο χρόνος
Αν σβήσουμε το παρελθόν
ζούμε ζωή μισή.

Στην παιδική μου φίλη


Νόνη Σταματέλου
Μια κόκκινη σφυρίχτρα
Ξεχασμένη στον κήπο
Κι' ένα χτενάκι κίτρινο.
Μα πού κρύφτηκες;
Πάλι φοβάσαι;
Δεν σου θυμώνω
για το κυκλάμινο που πάτησες
Μπαίνει ο Σεπτέμβρης
Με τη βροχούλα χίλια θα φυτρώσουν κι' άλλα.
Όλα να τα  πατήσεις αν μπορείς.
Μη με τρομάζεις.
Το τρυφερό σου πείσμα το ανίκητο
πως τρέμω μην πληρώσεις ακριβά!
Δεν σε μαλώνω, σου τ' ορκίζομαι.
Βγες, πάμε στου μπαρμπ' Άγγελου για παγωτό
Όπου θέλεις θα πάμε
Δεν μ' αρέσουν τ' αστεία σου
και την ορμή σου την ανύποπτη φοβάμαι.
Ποτέ σου δεν προσέχεις τ' αγκάθια
που ματώνουν τα λευκά σου πόδια.
Κι' εκείνα τα σκυλόδοντα
πώς βρέθηκαν ανάμεσα στις κούκλες σου;
Είναι τόσο αθώο το γαλάζιο σου βλέμμα
που το φοβάμαι.Ακούς;
Όπου θέλεις θα πάμε
Και στα Χαντάκια και στον Πύργο
Θάχει πολλά τζιτζίκια πάλι
Μα μη μου κάνεις πείσματα
Έτσι που τρέμω απ' το φόβο
μη σού λαχε κακό
και τ' όνομά σου λησμονώ.
Δεν ξέρω αν σε λένε Βούλα ή Ηρώ
κι' ο χρόνος μέσα μου
μια διάσταση πρωτόγνωρη έχει πάρει.
Φωνάζω δυό ονόματα
Τρέχω αλαφιασμένη μεσ' στο μεσημέρι
Ξεσήκωσα τη γειτονιά
Άφησαν το παιχνίδι τους και τα παιδιά
και μόλις σουρουπώνει
παίρνουν φακούς στα χέρια και μ' ακολουθάνε.

Το πιο μικρό βρίσκει μια σύριγγα
πλάι στο πρόσωπο του φεγγαριού
Και σταματούν όλα μαζί μεσοστρατίς
Και με κοιτάνε
Και με ρωτάνε.

Αύγουστος είναι;

         
         Αύγουστος  είναι;

Πάλι αιχμάλωτη
Στης λίμνης το απειλητικό γκρίζο
Πάλι με λασπωμένα πόδια
Φτάνω στο σπίτι μας.
Αυτός ο Χειμώνας δε λέει να περάσει…
Αύγουστος είναι; Α!
Πάλι ξέχασα την ψυχή μου στη βροχή
Κι’ αυτή η ματιά σου
Τι να πρωτοσκεπάσει;
Και το μυαλό μου σε τόσους δρόμους
Τι να πρωτοθυμάται…
Ναι, Αύγουστος είναι!
Πρέπει να στήσεις ώρες τ’ αυτί σου
στο μεσημέρι
για ν’ ακούσεις εδώ τα τζιτζίκια.
Ακούγονται μακριά…

Μην ξεχάσεις τα ψάθινα καπέλα
Έχει πολύ ήλιο στα νησιά.
Ρίξε στ’ αμάξι
κι’ εκείνα τα τέσσερα μεγάλα φτερά…

Άγονη γραμμή

Άγονη γραμμή 
 
Ελπίζουμε στη θάλασσα και φέτος.
Μα ποιόν  να πρωτοξεπλύνει;
ποιούς  καημούς να πρωτοδροσίσει;
Δυσκόλεψαν και τα Καλοκαίρια
αφού κλείνοντας την πόρτα πίσω μας
αφήνουμε μια στοίβα ειδοποιητήρια τραπέζης
επιστολές που δεν ανοίξαμε
ή άλλες που δεν στείλαμε ποτέ
 μαζί με τα χαμόγελά μας
στις κορνίζες, στο σαλόνι…

Το πλοίο απ’ τον Πειραιά
Γεμάτο πουλιά τρομαγμένα.
Άγονη γραμμή η πορεία τους.

Το ερωτευμένο ζευγαράκι στο κατάστρωμα
Η ελπίδα μας
Και το πανηγυράκι της Παναγιάς στο λιμανάκι
Η παρηγοριά μας.

Ποιό   Καλοκαίρι θα μας πάρει τη θλίψη;
                   Σ’ ευχαριστώ

Σ’ ευχαριστώ που μού δειξες
απ’ την αρχή το στερέωμα
για το κόκκινο δειλινό των Κυκλάδων
σ’ ευχαριστώ
για κείνο το « σ’ αγαπώ»
που ήχησε σε όλο το Αιγαίο.
Μα πιο πολύ σ’ ευχαριστώ
Για το ποτάμι που βρήκες στα σπλάχνα μου
Που τρέχει, τρέχει, τρέχει
Που τρέχει γαλανό νερό
Και πλένεται η ζωή μου.