Υπογραμμίσεις

Υπογραμμίσεις


Ζεστή κουβεντούλα, σχεδόν ψιθυριστή, στον περίβολο του ναού. Μετά την ακολουθία των χαιρετισμών. Μια παρέα παιδιών του Λυκείου κι’ εγώ. Λες και κάναμε συμφωνία μεταξύ μας για την ένταση της φωνής. Υπογραμμισμένες στο βιβλιαράκι  με τον Ακάθιστο Ύμνο οι φράσεις: «Χαίρε, ακτίς νοητού ηλίου. Χαίρε βολίς του αδύτου φέγγους, Χαίρε κιβωτέ, χρυσωθείσα τω πνεύματι. Χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε»(έκπληξη για μένα οι υπογραμμίσεις)!Προσπαθώ να απαντήσω σε καταιγισμό ερωτήσεων. Για τους Χαιρετισμούς, τη Θεοτόκο, τους Αγίους, τη νηστεία, την προσευχή, την Άνοιξη, τον έρωτα, το θάνατο, την  Ανάσταση… Όλα ψιθυριστά(κι’ ο πιο ανυποψίαστος που βγαίνει από μια τέτοια πανδαισία ,θαρρώ πως χαμηλώνει τον τόνο στη φωνή).
Μάτια ολάνοιχτα ,καθάρια, ψυχές διψασμένες για την αλήθεια, έτοιμες  ν’ απορρίψουν κάθε τι κάλπικο,  δεν ευωδιάζει αγάπη, κάθε τι ηθικιστικό, κατηχητίστικο.
Στο μικρό πεζούλι, στον περίβολο του ναού, με το άρωμα της βιολέτας απ’ το γειτονικό αυλόγυρο. Με τη γλύκα της αμεσότητας που δίνει η ταπείνωση. Μια ταπείνωση που ιερουργείται μυστικά μέσα μας όταν υπάρχει ο σπόρος της αγάπης.
Η καληνύχτα κι’ αυτή χαμηλόφωνη. Το χαμόγελο όμως σίγουρο.  η δίψα, δίψα .Τα παιδιά με τα περίεργα κουρέματα και τα πολλά σκουλαρίκια έχουν αναζητήσεις. Τα παιδιά της τεχνολογίας, απαιτούν αξίες. Στα σχολεία, ο χρόνος για γόνιμη και ζεστή κουβέντα, χρόνο με το χρόνο συρρικνώνεται. Τον καταπίνουν ανελέητα οι «κατευθύνσεις» και τα projects…
Αναρωτιέμαι, με όλες τις ενοχές που κουβαλώ, σαν εκπαιδευτικός ,σαν πολίτης αυτής της χώρας ,σαν ενήλικας ,σαν ψηφοφόρος. Γιατί γκρινιάζουμε για την κατάσταση στην παιδεία, το επίπεδο των μαθητών, τη γλώσσα τους, τη συμπεριφορά τους, την εμφάνισή τους; Τι αξίες τους δίνουμε, τι πρότυπα, τι  π ο λ ι τ ι σ μ ό; Χιλιοειπωμένα πράγματα, κουράζουν.
Ναι, αλλά καίνε. Περισσότερο κι απ’ την αγωνία για την οικονομική κρίση.
Έχουμε το δικαίωμα να στραγγαλίζουμε τα όνειρά τους εμείς οι ψηφοφόροι πολιτικών που υπόσχονται μια Ελλάδα πνευματικά στεγνή, μια Ελλάδα των τουριστικών επιχειρήσεων, της τρομοκρατίας των καναλιών, τα ων «νεοάστεγων», των «νεόπτωχων» και της απόλυτα διεφθαρμένης βουλής;
Έχουμε το θράσος  να αποκόψουμε αυτά τα παιδιά απ’ τις ρίζες τους, ανίδεοι εμείς «Ευρωλιγούρηδες»(ενοχλεί η γλώσσα του Ζουράρη, μα πια σ’ αυτή τη χώρα μοιάζει να μην υπάρχουν άλλες αντιστάσεις).
Στα παιδιά που διαδηλώνουν στους δρόμους, που υπογραμμίζουν το «Χαίρε κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι, χαίρε θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε», ποιος θ’ απαντήσει για όλ’ αυτά;
Μήπως οι Προτεσταντίζοντες θεολόγοι, ιερείς ,επίσκοποι,  τα απορρίπτουν μόνο και μόνο επειδή μπαίνουν στην εκκλησιά με το μπλουτζήν; Ή  μήπως οι επιχειρηματίες φροντιστές δάσκαλοί τους; Μήπως οι «ταριχευμένοι μανδαρίνοι» (Ζουράρης) της Βουλής; Ποιός;
Ποιος θα τολμήσει ν’ αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα που στέλνουν στην κοινωνία των ενηλίκων, με το σκισμένο τζην, τις κονκάρδες στο μανίκι, τα περίεργα κουρέματα;
Να τα κατατάξουμε στο «περιθώριο»; Αυτό είν’ εύκολο.
                                                                                              (Αναδημοσιευμένο κείμενο απ’ το περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, Μάρτιος 1996,διορθωμένο Φεβρουάριος 2012)
                                                                                                                  Νόνη Σταματέλου

Σκέψεις και προβληματισμοί μετά το ανέβασμα μιας Θεατρικής Παράστασης

 Σκέψεις και προβληματισμοί μετά το ανέβασμα μιας Θεατρικής Παράστασης

ΙΟΥΝΙΟΣ 2006 (7o Ενιαίο Λύκειο)

Ακροβατώντας για άλλη μια φορά, τόλμησα με μια παρέα παιδιών Λυκείου να προσεγγίσουμε δειλά δειλά την τέχνη του θεάτρου και ν’ ανοίξουμε ένα παράθυρο να μπει λίγη δροσιά στο άνυδρο τοπίο του ελληνικού σχολειού, μέσα απ’ το έργο του Καμπανέλλη «Η αυλή των θαυμάτων». Ήταν ένα θαύμα στ’ αλήθεια το ότι φτάσαμε στην παράσταση και είχαμε μια αξιοπρεπή παρουσία, παρά το φόρτο μαθημάτων, παρά τη δυσκαμψία των δομών της εκπαίδευσης που θεωρεί σχεδόν γραφικούς όσους «δασκάλους» εκτός απ’ το συμβατικό μάθημα τολμούν και κάτι παραπέρα…
Αν και οι εγκύκλιοι του ΥΠΕΠΘ δείχνουν να προωθούν τη θεατρική παιδεία, το ελληνικό σχολειό, αποδεικνύεται ανίκανο να ξεφύγει απ’ τη φυλακή του αφού, δεκαετίες τώρα αναμασάει αποτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα έστω κι’ αν διατυμπανίζει βαρύγδουπους όρους όπως «ανοιχτό σχολείο» ή «διαθεματικό ενιαίο πλαίσιο προγραμμάτων σπουδών»! Κι’ αυτό βέβαια έχει να κάνει με τη γενικότερη υποκρισία της νεοελληνικής κοινωνίας, που αποτελείται κατά το πλείστον από ανθρώπους μεγαλόστομους αλλά μικρόψυχους. Κι’ η υποκρισία αναπαράγεται, απ’ τη βουλή των ελλήνων μέχρι τους συλλόγους των εργαζομένων δασκάλων, γιατρών, αστυνομικών…με τελικούς αποδέκτες βέβαια τα παιδιά.
Η παράστασή μας έγινε αφορμή να γνωρίσουμε με τα παιδιά τη μεταπολεμική Ελλάδα, να γευτούμε την παλιά ξεχασμένη γειτονιά, που απ’ τη φτώχεια της αναδίδει βασιλικό και δυόσμο, ν’αγαπήσουμε τους χαρακτήρες του Καμπανέλλη ,όχι γιατί είναι άγιοι, μα γιατί είναι γνήσιοι μέσα στα πάθη τους.
Ως υπεύθυνη καθηγήτρια του συγκεκριμένου προγράμματος, δηλώνω πως χρειάζονται πολλές σελίδες για να χωρέσω τα συναισθήματα των παιδιών σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς που ετοιμάζαμε την παράσταση με πολύ κόπο και μεράκι. Παιδιά με εμφανείς δυσκολίες στην εκφορά του λόγου, δειλά, συνεσταλμένα, απέδειξαν μέσα στο ρόλο τους πόσο θεραπευτικό είναι το θέατρο για τη ζωή τους. Έφηβοι με χαμηλή αυτοεκτίμηση ή με αλαζονεία και ρατσιστική συμπεριφορά στους συμμαθητές τους, συνέθεσαν μια παρέα αξιοζήλευτη.
Μου ζητήθηκε να γράψω τί πετύχαμε μ’ αυτή την παράσταση και σε τί αποτύχαμε.
Α μ η χ α ν ί α.
Δύο εικόνες έχω ζωντανές στο μυαλό μου.
Η πρώτη είναι όταν ο κόσμος χειροκροτούσε κι’ εμείς κλαίγαμε αγκαλιά με κάποιους γονείς ενώ μύριζε διακριτικά η γλάστρα με το βασιλικό απ’ τη σκηνή….
Η δεύτερη είναι πιο πρόσφατη, όταν ανακοίνωσα στη συνεδρίαση του συλλόγου των συναδέλφων τη διάθεσή μου να επαναλάβω το εγχείρημα τη φετινή χρονιά και εισέπραξα από δυό «συναδέλφους» την άποψη : «δεν προσφέρεις δα και τίποτα σπουδαίο στην εκπαίδευση…».Κι’ είδα κάτι βλέμματα που μου πάγωσαν το χαμόγελο…

Η εκπαιδευτικός
Νόνη Σταματέλου

Πανελλήνια Ημέρα κατά της βίας στο σχολείο η 6η Μαρτίου…



         
                    Πανελλήνια Ημέρα κατά της βίας στο σχολείο η 6η Μαρτίου…

Σε τόσο δύσκολους καιρούς, δύσκολα μας πείθουν, φορείς και υπουργεία σχετικά με την ευαισθητοποίησή τους σε θέματα ενδοσχολικής βίας .Όταν  η Παιδεία κλονίζεται συθέμελα και η χώρα παραπαίει, με καχυποψία υποδεχόμαστε ως δάσκαλοι έγγραφα που παροτρύνουν σε πρωτοβουλίες και δράσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στη σχολική κοινότητα.
Η καθιέρωση της 6ης Μαρτίου ως Πανελλήνιας ημέρας κατά της βίας στο σχολείο ,χλιαρά   ηχεί στ’ αυτιά μας, μέσα στο γενικότερο κλίμα αναξιοπιστίας  για τους σχεδιασμούς της Πολιτείας. Κι’ αυτό γιατί τα παιδιά μιμούνται και αναπαράγουν τη βία που συναντούν στην οικογένεια ,στο δρόμο, στις δημόσιες υπηρεσίες ,ακόμα και στη Βουλή των Ελλήνων. Άρα η προσπάθειά μας ν’ αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το φαινόμενο ,αποβαίνει συνήθως σισύφεια ,αφού και οι φορείς που παρέχουν συμβουλευτική υποστήριξη, δρουν αποσπασματικά και πολύ συχνά στελεχώνονται υπακούοντας σε κομματικές εντολές.
Καμιά φορά όμως, το μεράκι και η αγάπη μας για το χιλιοβασανισμένο ελληνικό σχολειό ,μοιάζει με τον κόκκο του σιναπιού που τινάζει κάποτε απρόσμενα τον αμετακίνητο βράχο…Κι’ αρχίζουμε να ελπίζουμε ότι δεν έχουν τελειώσει όλα, όταν βλέπουμε τ’ ανθισμένα χαμόγελα  απέναντί μας που μπορεί να μην το λένε αλλά στηρίζουν πολλές ελπίδες τους σε μας τους δασκάλους.
Μέσα σ’ αυτή τη βαθιά κρίση της ελληνικής κοινωνίας που εκτός από οικονομική είναι κυρίως κρίση αξιών ,εμείς οι δάσκαλοι, με όσες δυνάμεις μας έχουν απομείνει απ’ την απαξίωση που εισπράττουμε συνεχώς, παλεύουμε να δημιουργήσουμε ένα υγιές κλίμα συνεργασίας της σχολικής κοινότητας με γονείς και τοπικούς φορείς.
Έχει ξοδευτεί πολύ μελάνι από ειδικούς που έγραψαν και γράφουν για τη δύσκολη και συνάμα γοητευτική ηλικία της εφηβείας, που  ο άνθρωπος αναζητάει την ταυτότητά του και έχει ανάγκη από αξίες και πρότυπα. Λίγες φορές βέβαια γίνεται λόγος ειδικά στο Λύκειο-που παραμένει σταθερά προθάλαμος του Πανεπιστημίου- για αγάπη. Κι’ όπου κι’ όταν συμβεί, μοιάζει σαν κάτι που αφορά άλλη εποχή ,άλλους ανθρώπους. Συχνά τα παιδιά ντρέπονται να μιλήσουν γι’ αγάπη ,φοβούνται μήπως εκληφθεί σαν αδυναμία αν την εκφράσουν σαν συναίσθημα .Λίγος λόγος  για αγάπη, ίσως γιατί η αγάπη λιγόστεψε επικίνδυνα στις ανθρώπινες σχέσεις. Ενώ πολύς λόγος γίνεται για projects,για υποτιθέμενο «άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία», για εγκυκλίους ,διαβιβαστικά.
Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζονται ελάχιστα μεταξύ τους και πολύ συχνά δεν μπαίνουν στον κόπο να «γνωρίσουν» ούτε τους μαθητές. Σε μια τόσο απρόσωπη συνύπαρξη, όπου δεν εκφράζεται συναίσθημα ,άρα δεν υπάρχει πραγματική επικοινωνία ,οι έφηβοι ζητώντας τα όριά τους εκφράζονται ανάλογα στις μεταξύ τους σχέσεις, χρησιμοποιώντας συχνά βία, λεκτική, ψυχολογική ,ακόμα και σωματική. Μιλάμε τότε για επιθετικότητα, ρατσιστική συμπεριφορά, για παραβατικότητα. Ο έμπειρος εκπαιδευτικός διαπιστώνει ότι τις περισσότερες φορές τέτοιου είδους συμπεριφορές προέρχονται από παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση ή συναισθηματική ανασφάλεια και σχεδόν ποτέ σε σοβαρές διαταραχές προσωπικότητας. 
Πέρα απ’ τον επιστημονικό μας οπλισμό λοιπόν και τη συναισθηματική μας ισορροπία –στοιχεία απαραίτητα για ένα δάσκαλο-ένα μεράκι μας έχει απομείνει και μια καρδιά γεμάτη αγάπη, γι’ αυτά τα παιδιά που τραγουδάνε «γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον» ή γράφουν συνθήματα σαν αυτό που είδα κάποτε στον τοίχο σχολικού συγκροτήματος της Αθήνας «Στο σχολείο τραύματα, στην αγάπη θαύματα».
Αφού δεν μπορούμε να υποσχεθούμε σ’ αυτά τα παιδιά  επαγγελματική αποκατάσταση και αξιοπρεπή διαβίωση για τα επόμενα χρόνια, ας τους δώσουμε  συναισθηματική ασφάλεια, μήπως καταφέρουν και διαχειριστούν την αδιαφορία αυτού του κόσμου, που ανύποπτα ακόμα  την ξορκίζουν με τραγούδια και όνειρα.
Μέσα σε ένα απαξιωμένο Λύκειο, όπου ο χρόνος καταπίνεται ανελέητα απ’ το κυνήγι της διδακτέας ύλης στα μαθήματα κατεύθυνσης ,η αντίδρασή μας στην παραβατικότητα των μαθητών καμιά φορά εξαντλείται στις καθιερωμένες συνεδριάσεις με το ρολόι στο χέρι, οι οποίες δεν έχω πεισθεί ακόμα αν λύνουν ουσιαστικά προβλήματα.
Αφού η δυσκινησία του προγράμματος δεν  επιτρέπει σχεδόν ποτέ μια ειλικρινή συνομιλία ανάμεσα σε μαθητές και καθηγητές με αφορμή ίσως  μια κινηματογραφική ταινία που θα δούμε όλοι μαζί με σχετικό περιεχόμενο ή η παγίδα της μιζέριας μας έχει εγκλωβίσει για πάντα στο ρόλο του κακοπληρωμένου, του αδικαίωτου δασκάλου. Έχει λησμονηθεί εντελώς μέσα σ’ αυτό το νοσηρό πλαίσιο η σημασία της αγάπης στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου, γι’ αυτό και οι μετωπικές συγκρούσεις με τους μαθητές μας είναι κανόνας, γι’ αυτό το αίσθημα της «ματαίωσης» πια είναι μόνιμο για το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπαιδευτικών. Και φυσικά ένας ματαιωμένος δάσκαλος, με τη γλώσσα του σώματός του και μόνο, μπορεί να ασκήσει βία ψυχολογική στους μαθητές χωρίς να το ξέρει.
Ίσως λοιπόν το φαινόμενο της καλούμενης ενδοσχολικής βίας είναι σήμερα περισσότερο περίπλοκο από όσο φαίνεται στις πρόσφατες εγκυκλίους του Υπουργείου που μας προτρέπουν στην «ανάπτυξη πρωτοβουλιών και δράσεων με στόχο την πρόληψη και αντιμετώπιση του εκφοβισμού και της βίας μεταξύ των μαθητών στο σχολείο».


Λευκαδιτισσες μανες

Νονης Σταματελου



Φιγούρες τραγικές η καλές νεράϊδες, θλιμμένες παναγιές ή ηρωίδες του μόχθου, σε τοπίο σημερινό, σε τοπίο χθεσινό, σκιές κινούμενες εκεί που το φως παίζει με το σκοτάδι κι’ ο θάνατος με τη ζωή.

Στο μυαλό και την ψυχή μας παίρνουν διαστάσεις μυθικές. Για μας, που τις βλέπουμε χρόνο με το χρόνο να λιγοστεύουν και μαζί να λιγοστεύει κι’ η παιδικότητά μας, γιατί οι μανάδες όσο ζουν, είναι ασπίδες που μας προστατεύουν απ’ το θάνατο. Μετά περνάμ’ εμείς μπροστά. Και χωρίς μάνα, ζητάμε αλλά δε βρίσκουμε πουθενά τη χαμένη παιδική μας ηλικία .Και σοβαρεύουμε ,κι ασχημαίνουμε, σαν δε μπορέσουμε να κλέψουμε στις μνήμες μας λίγη ομορφιά και νιότη…

Σημαδεμένες απ’ τον πόνο της ξενιτιάς, του χάρου, το ξεροβόρι, την «τσέτζερη»,το «δεμάτι»,τη «βαντάκα» και συχνά την αγνωμοσύνη μας για το δρόμο του μαρτυρίου που περπάτησαν για να μας μεγαλώσουν.

Η ιεροπρέπεια του μαντηλιού, κάνει τη Λευκαδίτισσα μάνα νάρχεται στον ύπνο μας και να μη ξέρουμε στ’ αλήθεια αν είναι η δική μας μάνα ή η Παναγιά…Και να ξυπνάμε απ’ τ’ όνειρο, λυτρωμένοι απ’ τα δάκρυα, για τη ζέστη απ’ το χνώτο τους που νοιώσαμε στο μάγουλό μας…

Οι Λευκαδίτισσες μάνες, οι πονεμένες και περήφανες…
Που είχαν πάντα ένα μυστικό για να μοσχοβολάει το χωριό απ’ το «μπριάμι»,την «κουλούρα»,το «παλαμίδι»ή τη «μαριδόπιττα».Γεύσεις και μυρωδιές από ένα χαμένο παράδεισο, που νοσταλγούμε όλο και πιο συχνά, μέσα στην άγευστη και πλαστική μας ευωχία...

Σήμερα προβάλλουν δειλά στην εκκλησιά, πόσο λιγόστεψαν…θαρρείς πως ξέφυγαν από Σκιαθίτικο τοπίο, σμιλεμένες ευλαβικά απ’ τη μοναδική γραφίδα του Παπαδιαμάντη.
Στις «πολιτιστικές εκδηλώσεις» του Αυγούστου-τον Αύγουστο προγραμματίζει πια η Ελλάδα την παραγωγή πολιτισμού!-ζωντανά κατάλοιπα φολκλόρ για την αλλοτριωμένη σύγχρονη ματιά, παροπλισμένες, μα αξιοπρεπείς, ντυμένες στα καλά τους, με το «φουστάνι»,τη «σπαλέτα»,το «ποντάλι»και τις «μπόκολες».Η φούστα-μπλούζα που χαριτολογώντας υιοθέτησαν στην καθημερινότητά τους απ’ την «πρόοδο»των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχει θέση στα γιορτινά.
Το «κανάλι»και το «κεφαλοπάνι» δεν είναι για μας που τις αγαπάμε απλά ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες, ορίζουν αυθεντικές παρουσίες, οριοθετούν πολιτισμικά μεγέθη, δυσέυρετα και μοναδικά.

Κι’ αναζητάμε στη ζωή και στ’ όνειρο, μικρά ενθύμια, εικόνες μακρινές, πλάνα από κόσμους με καλαισθησία και ποιότητα, απλότητα κι’ αρχοντιά. Ένα ασπρισμένο πεζούλι κι’ ένα προσκέφαλο στο χειμωνιάτικο ήλιο, μια τσέτζερη κρύο νερό κατακαλόκαιρο στα μυριστικά της μικρής αυλής…Μια γλάστρα σγουρό βασιλικό που φύτεψαν με τα χεράκια τους, για να μας στείλουν ένα κλαράκι στο γράμμα…κι’ κείνο το κλαράκι αρκούσε πάντα για να ευωδιάσει το φοιτητικό μας δωμάτιο, οι δρόμοι κι’ η ψυχή μας…

Η βαθιά νοσταλγία μας τις εξιλεώνει, αυτές που φύγανε κι’ αυτές που φεύγουν…
Οι μορφές τους λειτουργούν στη συνείδησή μας πάνω και πέρα απ’ το κακό. Ο σοφός τους λόγος ξαφνικά γίνεται νόμος ,θυμίζει χαμένες αξίες. Αξίες που, μεγαλώνοντας ολοένα και πιο πολύ αναζητάμε, καθώς συχνά αισθανόμαστε άβολα, παρατηρώντας αμήχανα την τουριστική φρενίτιδα που ισοπεδώνει μέρη αγαπημένα, έχοντας άλλους νόμους. Οι αντιστάσεις λιγοστεύουν, των ανθρώπων και της φύσης, μπροστά στις επιταγές των καιρών, καθώς το παλιό αμπελάκι κι’ ο ελαιώνας παραδίνονται άνευ όρων στον αδυσώπητο νόμο της οικοπεδοποίησης, του εύκολου κέρδους.

Με το βλέμμα θολό αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμμα στα «Καλυβάκια»,πασχίζουμε ν’ αντισταθούμε στη λήθη. Κι’ η Λευκαδίτισσα μάνα ξέρει τον τρόπο κι αποτελεί πηγή αστείρευτη, είτε είναι ακόμα ανάμεσά μας, είτε χαμογελάει με σιγουριά απ’ την αντίπερα όχθη…

Θέλει ποίηση η εκπαίδευση


 Θέλει ποίηση η εκπαίδευση

Συνεχίζεται σε όλα τα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας, η «αναπλήρωση» των χαμένων ωρών απ’ τη μεγάλη απεργία των καθηγητών κι η αντίδραση της κοινής γνώμης για την ασυνειδησία των απεργών καταλαγιάζει.
Νομίζει κανείς πια τώρα πως όλα έγιναν για εκτόνωση.
Ήταν απεργία της οργής. Η συσσωρευμένη πίκρα κάποιων ανθρώπων με στραγγαλισμένα όνειρα. Κάποιων, που πριν δύο ή τρεις δεκαετίες ρομαντικοί φοιτητές, ονειρεύονταν το σχολείο σαν πηγή έμπνευσης, χαράς και δημιουργίας. Στην πορεία εγκλωβίστηκαν μέσα στα δημοσιοϋπαλληλικά γρανάζια με την ψευδαίσθηση του εξασφαλισμένου κοινωνικού κύρους. Άλλοι, με την αγωνίας μιας αξιοπρεπούς επιβίωσης ή ακόμα με την αναλγησία που μεταδίδεται σαν ιός στους καιρούς μας, επιδόθηκαν στο έργο της παραπαιδείας. Συμβιβάστηκαν. Έμαθαν να ζουν με γνώσεις και προσόντα, στα μέτρα της νεοελληνικής κοινωνίας της χρησιμοθηρίας. Ενταγμένοι μέσα σε καθιερωμένα εκπαιδευτικά σχήματα, δε δείχνουν ν’ ανησυχούν για πολλά πράγματα, πέρα απ’ το μισθολογικό κλιμάκιο, το αναλυτικό πρόγραμμα, την πειθαρχία των μαθητών. Στο εκπαιδευτικό σύστημα που υπηρετούν η διαπαιδαγώγηση των παιδιών έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Στην πρώτη μοίρα είναι η καλή εικόνα του σχολείου στον κύκλο των γονέων και των αρχών της περιοχής. Παντού επικρατεί το γράμμα του νόμου, το νεκρό σχήμα• στη βαθμολογία, στη διδακτέα ύλη, στις δραστηριότητες της σχολικής κοινότητας.
Καμμιά πρωτοτυπία, καμμιά «παράκκλιση» απ’ τα διατεταγμένα για τις δημόσιες υπηρεσίες.
Η αγωνία που κρύβει καθημερινά ο μαχόμενος καθηγητής μέσα στη γραφειοκρατική μηχανή, ξεχειλίζει συχνά στην αίθουσα, ή σε μια προσωπική, λυτρωτική συζήτηση με κάποιο συνάδελφο, μια συζήτηση πέραν του «εδώ και τώρα». Η αγωνία για το όνειρο της παιδείας, για τη χαμένη ελληνικότητά μας στον πολιτισμός μας, που άλλοτε μας έκανε να ξεχωρίζουμε από ένα άλλο έθνος.
Αυτή την αγωνία την είσαι όσο κράτησε αυτή η απεργία, στα μάτια πολλών συναδέλφων. Και δεν μπορεί να με πείσει κανείς πως αυτή την αγωνία την είχαν μόνο όσοι απεργούσαν (αν και ανήκω σ’ αυτούς που απήργησαν δύο μήνες). Αυτή τη συσσωρευμένη πίκρα.
Ναι, υπάρχουν σε κάθε χώρο και οι ανάξιοι• και αυτοί φαίνονται περισσότερο. Γιατί η ποιότητα κινείται σε χαμηλούς τόνους, δεν κερδίζει τη μάχη των εντυπώσεων.
Μα υπάρχει και η ελάχιστη ζύμη που ζυμώνει μυστικά το νεκρό φύραμα κι ο σπόρος του σιναπιού που τινάζει κάποτε απρόσμενα τον αμετακίνητο βράχο. 
Την ελπίδα αυτή διέκρινα στο βλέμμα συναδέλφου φυσικού που μονολογούσε στην τελευταία συνέλευση ψιθυρίζοντας: «άλλα ζητεί η ψυχή μας, γι’ άλλα κλαίει!»
Αυτός που κάποια στιγμή πήρε το λόγο στο μικρόφωνο πασκίζοντας να τονίσει πως το ουσιαστικό πρόβλημα της παιδείας δεν είναι αν η χρηματική αύξηση που υπόσχεται ο υπουργός φτάνει στις 8500 ή 10000 δρχ., ενώ από κάτω ανταλλάσσονταν κομματικά πυρά.
Έσκυψα και μάζεψα απ’ το πάτωμα τα σκόρπια χαρτιά του που είχαν πέσει απ’ την άδεια καρέκλα. Το βλέμμα μου έπεσε σ’ ένα σχέδιο μαθήματος Χημείας τρίτης Λυκείου. Ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπο και εντυπωσιακό- γι’ αυτό αναφέρω σχηματικά μερικά σημεία- το βρήκα πιο σημαντικό απ’ τις διαπραγματεύσεις ΟΛΜΕ και υπουργείου.
Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας- ετυμολογική ανάλυση της λέξης «αφή»-Ολυμπιακός Ύμνος, Κ. Παλαμά, 1896, διαβάζει μαθήτρια (ιέρεια).
Στη συνέχεια το πείραμα. Ένωση θειικού οξέος x υπερμαγγανικού καλίου- αναφορά στο φως του Παναγίου Τάφου. (Προσεκτική προσέγγιση του θέματος χωρίς δογματισμούς, και απολυτοποιήσεις, με δέος μπροστά στην Ορθοδοξία μας. Άσκηση.
Και τέλος, με διακριτικό χιούμορ η φράση ἆφες αὐτοῖς (τονισμός της ψιλής σε αντιδιαστολή με τη δασεία στης λ. ἁφή και ετυμολογική διαφορά των ρημάτων ἅπτομαι και ἀφίημι).
Μια διδακτική ώρα, γοητευτική που δεν μπορεί ν’ αφήσει αδιάφορο και τον πιο φανατικό αρνητή της γνώσης. Ένα μάθημα Χημείας Δέσμης. Και ταυτόχρονα ένα παιχνίδι ανάμεσα στη γλώσσα, την ποίηση, την ιστορία και τη Μεταφυσική.
Επιστρέφοντας στη θέση του οργισμένος για την κοντόφθαλμη θεώρηση των πραγμάτων από Υπουργείο και συνδικαλιστές, κοίταξε τη φωτοτυπία στα χέρια μου και χαμογέλασε.
Θέλει φαντασία η εκπαίδευση. Και μεράκι. Και πολλή-πολλή ποίηση.
Ξέρω ένα θεολόγο που οργανώνει μαζί με τα παιδιά συσσίτια για τους άστεγους της πόλης, που αγνοεί συχνά τα βιβλία ύλης και διαβάζει στην τάξη Παπαδιαμάντη και Μακρυγιάννη.
Ναι. Και κάποιους άλλους που οργανώνουν αποστολές φαρμάκων, στο Ζαΐρ μαζί με τους μαθητές. Παλιότερα στη Ρουμανία, τη Σερβία…
Ένας φιλόλογος κάνει μαθήματα «αμισθί»» σ’ όποιον θέλει να μάθει Αρχαία Ελληνικά, τ’ απογεύματα. Εκείνος ο Μαθηματικός απ’ τη Λευκάδα απαγγέλλει στην τάξη Βαλαωρίτη, είναι απ’ τους καλύτερους Μαθηματικούς στη Δέσμη, μα δεν μένει ποτέ στους αριθμούς…
Μια συνάδελφος σ’ ένα σχολείο της Κιάφας γράφει στο πολυτονικό κι ο Διευθυντής-φιλόλογος-της έσκισε τα θέματα.
Μήπως τον προκάλεσε;
Απλά του ανέφερε τα λόγια του Ελύτη:»΄Ο,τι είναι ο γλυπτικός διάκοσμος για ένα αρχαίο αρχιτεκτόνημα, είναι οι τόνοι και τα πνεύματα για τη γλώσσα μας». Και τότε της απάντησε: «δεν δέχομαι μαθήματα γλωσσολογίας … η επίσημη γλώσσα του κράτους…»
Κι ένας άλλος είχε τρέλλα με τη γλώσσα, την ποίηση, το θέατρο, αν και Οικονομολόγος είχε ανεβάσει κάποτε με το σχολείο «τη θαυμαστή μπαλωματού» του Λόρκα, εκπληκτική εμπειρία.
Βροχή στην κουβέντα μας οι περιπτώσεις συναδέλφων που «ρισκάρουν» παίρνοντας πρωτοβουλίες πέρα και έξω απ’ τα καθιερωμένα πλαίσια. Άλλος στον Έβρο, άλλος στην Ικαρία, στην Αμοργό, στα Γιάννενα… έτσι από περίσσευμα καρδιάς…
Για ν’ αγαπήσουν τα παιδία τη γνώση και την τέχνη, για ν’ αγαπήσουν τη ζωή αξιολογώντας την ομορφιά. Γιατί δεν μπορούμε να ελπίζουμε για τίποτα όσο η γλώσσα του Μακρυγιάννη ή του Παπαδιαμάντη μένουν ακατανόητες απ’ τους μαθητές μας που γνωρίζουν άπταιστα ονόματα ξένων μουσικών συγκροτημάτων με σατανικά σύμβολα και μηδενιστικά σλόγκαν. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε όσο μένουν άγνωστοι ο Λόρκα ή ο Αριστοτέλης, ο Πεντζίκης, ο Κόντογλου, όσο μένουν ακατανόητοι οι θησαυροί της εκκλησιαστικής μας ποίησης όπως το «ω γλυκύ μου έαρ… που έδυ Σου το κάλλος» «Κύριε εκέκραξα προς Σε, εισάκουσόν μου», ή «εν ταις λαμπρότησι των Αγίων Σου, πως εισελεύσομαι, ο ανάξιος»και όσο επιμένουμε να μεταφραστούν, ανίδεοι για τη μουσική που περιέχουν υπερασπιστές εμείς της απλοποίησης, της «προόδου», της ισοπέδωσης των πάντων.
Η συνέλευση τελείωσε. Πέρασε η άποψη για αναστολή των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Μείναμε τελευταίοι στην κρύα αίθουσα, τη γεμάτη θλίψη κι αποτσίγαρα. Χαμένοι σε μια «άλλη» συζήτηση για την παιδεία…
Καληνύχτα συνάδελφε
Μπορούμε να ελπίζουμε…
Ναι. Και να μην ξεχνάμε. Θέλει φαντασία η εκπαίδευση. Και μεράκι.
                                                     
Νόνη Σταματέλου,Εφημ.Ηπειρωτικός Αγών


Η θεια Βασιλικια.Η δικη μας ,η μοναδικη,η αγαπημενη...

«Κυρά μελαχροινή, που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς το κόνισμα…» (Ρίτσος)

Ναι, είναι δυνατόν! Η θειά Βασιλικιά. Η δική μας ,η μοναδική, η αγαπημένη. Πέρασε στην αντίπερα όχθη. Και τώρα… τίποτα δεν είν’ όπως παλιά. Ο βασιλικός δεν έχει την ίδια μυρωδιά κι’ η γειτονιά μας βυθίστηκε σε μια αμήχανη σιωπή. Ποιός συνετός άνθρωπος δεν θα με προπηλάκιζε που πενθώ για μια γυναίκα που έφυγε «πλήρης ημερών»;
Η αναχώρησή της, αφορμή για αναβάπτιση στις παιδικές μας μνήμες. Όταν αυτή η γειτονιά ήταν αλλιώτικη. Κι’ εμείς αλλιώτικοι. Τότε που η θειά Βασιλικιά μπροστά σε μια μεγάλη φωτιά τηγάνιζε ψάρια. Κι’ ήμαστε όλοι γύρω γύρω, μεγάλοι και παιδιά και φάνταζε στα παιδικά μου μάτια αυτό γιορτή. Κι’ έτρωγε όλη η γειτονιά. Και ποτέ τα ψάρια δεν έφταναν όλα στο τραπέζι της. Δε θυμάμαι ποτέ να κλείδωνε το σπίτι φεύγοντας κι΄η απάντηση στην απορία μας, μας  αφόπλιζε.: «τι θα μ’ πάρνε, τσ λίρες»;
Κανένας δεν την έκλεβε, εκτός από μένα και τη Νίνα που τρυπώναμε καμιά φορά να φάμε λίγο γλυκό κυδωνάτο… Γιατί, η κοινοκτημοσύνη που είναι ζητούμενο για τις αποκαλούμενες χριστιανικές κοινωνίες, γινόταν πράξη, έτσι απλά κι’ αυθόρμητα, χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Στην ποδιά της είχε πάντα κάτι να φιλέψει, σύκα, σταφύλια, ρόδια ή μύγδαλα. Για όλους μας. Και σαν να γινόταν μεγάλη, τεράστια έτσι που άπλωνε τα χέρια της για να μας χωρέσει όλους, σε χρόνια δύσκολα, να μας χορτάσει απ’ το περίσσευμα της καρδιάς της.
Για μένα ήξερε να βάζει πάντα στην άκρη μια λιχουδιά απ’ το καφενείο του μπαρμπ’  Άγγελου, του άντρα της, ή να κρύβει κάτω απ’ τη μπέρτα της μια λεμονάδα!
Η διαχείρηση  του καφενείου, όταν απαιτούσαν οι περιστάσεις, γινόταν με απίστευτη άνεση κι’ η κοινωνικότητά της εντυπωσίαζε κάτι ξέμπαρκους τουρίστες που εμφανίζονταν στο χωριό γύρω στη δεκαετία του ’60 και τη φωτογράφιζαν ασταμάτητα. Κι’ εκείνη νοιώθοντας πως ήταν θεονήστικοι, έτρεχε στο σπίτι και τους πήγαινε έτοιμη την «αργανάδα» που μοσχοβολούσε. Στους ντόπιους  όμως δε χαριζόταν όταν έπιαναν την καρέκλα όλη μέρα μ΄έναν καφέ και τους απομάκρυνε με απίστευτο χιούμορ χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις!
Χαρακτηριστικοί ήταν επίσης οι διάλογοι  με τους διάφορους εμπόρους και μικροπωλητές οι οποίοι τη γύρευαν για να τους κάμει  «σεφτέ». Κι’ εκείνη τους έκανε παζάρια, μα αυτοί κάποιες φορές της τα χάριζαν ,έτσι, γιατί είχε καλή καρδιά, γιατί ξέρανε πως μετά θα ξεπουλούσαν!
Το ομορφότερο απ’ όλα τα περιστατικά-που αν και ήμουν παρούσα το είχα ξεχάσει και μου το θύμισε η νύφη της η Μαρία-ήταν αυτό με τον Άη Θανάση! Πρέπει να ήταν γύρω στο 1970-71,όταν πέρασε απ’ τη γειτονιά κάποιος πλανώδιος  που πουλούσε «κονίσματα». Όλες  οι γυναίκες στη γειτονιά έτρεξαν να πάρουν. Άλλη τον Άη Γιώργη, η μάνα μου τον Αγιαντρέα, η θειά Βασιλικια  τον Άη Θανάση, που όσο κι’ αν έψαξε, δε βρήκε στο μικρομάγαζο ο πλανώδιος, της υποσχέθηκε όμως πως θα της τον έφερνε…
Πραγματικά, μετά από δυό –τρεις μήνες, εμφανίστηκε σίγουρος πως είχε ικανοποιήσει την επιθυμία της! Ξεχώρισε λοιπόν μέσα στ’ ‘αλλα εικονίσματα ένα που είχε πάνω καμιά τρακοσαριά κεφάλια με φωτοστέφανο!!!
«…και πούν’ ο Αη Θανάσης; »ρώτησε με εύλογη απορία η θεια Βασιλικιά…
«Νάτος , αυτός στη μέση» απαντάει ο πλανώδιος με βεβαιότητα  διότι  προφανώς το είχε ψάξει το θέμα( επρόκειτο για τους 318 Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, της οποίας ,ψυχή ήταν ο Μέγας Αθανάσιος).
Οπότε η θειά Βασιλικιά: «Εγώ σού’ πα να μ’ φέρς τον Αη Θανάση, δε σ’ χάλεψα όλη την τσέτα…!!!»
Οι αμέτρητες διηγήσεις της, για τα παλιά μούφερναν στα χείλη το τραγούδι «πάει ο καιρός ,πάει ο καιρός, πού ήταν ο κόσμος δροσερός»…που η φωνή του Μπιθικώτση το έκανε συγκλονιστικό.
Έτσι τελικά λειτουργούσε η παρουσία της τα τελευταία χρόνια στη ζωή μας, τουλάχιστον για τη δική μου γενιά σαν σύνορο ανάμεσα σε δύο κόσμους. Γιατί φεύγοντας, πήρε μαζί της και τη δική μας ηλικία της αθωότητας. Όσο τη νοιώθαμε να υπάρχει ,έστω αδυνατισμένη και ανήμπορη, μας έδενε με τα παιδικά μας χρόνια. Τώρα είναι σαν να κοπήκαν οι γέφυρες, μεγαλώσαμε…
Δε θυμάμαι να γνώρισα άλλη αγράμματη γυναίκα με τόσο έντονη προσωπικότητα. Και πασχίζοντας να βάλω σε σειρά εικόνες μου απ’ αυτήν ,ήχους και μυρωδιές ,για να τη χωρέσω σε λεκτικά σχήματα και να ξεκαθαρίσω τι νοιώθω, παραιτούμαι. Ίσως είναι τα βιώματά μου τόσο στενά δεμένα μαζί της ή ίσως είναι η αντικειμενικά σπάνια στόφα ανθρώπου ή και τα δύο…
Η θειά  Βασιλικιά, με τραχειά όψη ή γαληνεμένη, είτε ευθυτενής με την τσέτζερη στο κεφάλι είτε γυρτή κι’ ανήμπορη, είχε πάντα την ίδια λάμψη στο βλέμμα, την ίδια απελπισμένη δίψα για ζωή. Είναι από εκείνες τις γυναικείες παρουσίες που μας συνοδεύουν από παιδιά έως σήμερα ,παίρνοντας ανάλογα πότε τη μορφή της Παναγιάς, πότε της Φραγκογιαννούς του Παπαδιαμάντη ή της Κυράς των αμπελιών του Γιάννη Ρίτσου. Είναι σίγουρο πάντως πως συνοψίζει  με μοναδικό τρόπο και κυρίως άθελά της, χαρακτηριστικά έντονων μορφών της λογοτεχνίας μας, της παράδοσής μας, αυθεντικές λαϊκές  ηρωίδες με μαντήλι ,που έζησαν τη ζωή με την ίδια αξιοπρέπεια στον πλούτο και τη φτώχεια, τον πόνο και τη χαρά, τη γιορτή ή την καθημερινή.
Η θειά Βασιλικιά, η γυναίκα θρύλλος, αεικίνητη σχεδόν μέχρι το τέλος. Με τρυφερή φροντίδα για τα παιδιά της, το Θανάση και το Λία, σαν να μη μεγάλωσαν ποτέ, κι’ ας παντρεύτηκαν ,κι’ ας έκαναν οικογένειες. Η θεια Βασιλικιά, με την πηγαία καλωσύνη, τη γενναιοδωρία, την αθεράπευτη τάση να ενημερώνεται για όλους και για όλα! Μέχρι το τέλος.
Ανήκει σε κείνους που υπήρξαν έξω και πάνω απ’ το καλό και το κακό ,που δεν τους παρεξηγείς για τίποτα, δεν τους κρίνεις, απλά τους αφουγκράζεσαι. Γιατί κουβαλάνε πολλή σοφία. Γιατί  έχουν μια εσωτερική δύναμη που καμιά φορά τα λόγια τους ηχούν στ’ αυτιά μας σαν χρησμός, σαν ευχή ή κατάρα, με μεταφυσικό κύρος, που θα υπολόγιζε σήμερα κι’ ο πλέον ορθολογιστής.
Στα μαθητικά μου χρόνια είχα την τύχη να της γράφω τα γράμματα  για την Αυστραλία, στο Θανάση. Και ένοιωθε πάντα μεγάλη υποχρέωση γι’ αυτό, χωρίς βέβαια να υποψιάζεται πόσο απολάμβανα εκείνη την ώρα, όπου σε ένα καθαρό τετράγωνο ξύλινο τραπέζι, την είχα απέναντί μου να μου υπαγορεύει κι’ εγώ να παλεύω να αποτυπώσω στο χαρτί ένα ποταμό συναισθημάτων. Στο τέλος, πριν φιλήσει το γράμμα, καμιά φορά τραγουδούσε «τη θάλασσα τη γαλανή θατήνε  χαλικώσω, θατήνε στρώσω μάρμαρο ναρθώ να σ’ ανταμώσω… περιστεράκια και πουλιά, εκεί ψηλά που πάτε, μη δείτε το παιδάκι μου να μου το χαιρετάτε…» κι’ ήταν σίγουρη πως το έγραφα κι’ αυτό.
Τον τελευταίο χρόνο είχε περιοριστεί στο σπίτι και την αυλή, χωρίς βέβαια να χάνει την επαφή της με τα όσα συνέβαιναν, παρόλο που δεν άκουγε πια καθόλου, λες κι’ είχε αναπτυγμένη μια τελείως δική της καινούρια αίσθηση, που της επέτρεπε να παίρνει θέση για όλα αφού δεχόταν διευκρινίσεις  από όσους με υπομονή της δίναμε. Προτεραιότητα έδινε στα «μπαλέτα» της γειτονιάς-όπως ονόμαζε τους καυγάδες-που ωχριούσαν βέβαια μπροστά σε κείνα στα οποία η ίδια πρωτοστατούσε όταν ζούσε ακόμα η θεια Αφέντρα!(Νύφη και κουνιάδα βλέπεις…)
Ευλογημένος άνθρωπος, μα λίγοι το κατάλαβαν.
Ο τρόπος  που με αποχαιρέτησε, ο τόσο ιδιαίτερος, ο τρόπος που διάλεξε να μου δώσει την ευχή της θα μείνει  πάντα ένα μυστικό μεταξύ μας, τα τελευταία της λόγια, το βλέμμα της, η αυτοπαραίτησή της στα χέρια μου, ένδειξη  πως είχε καταλάβει πόσο την αγαπούσα…
Η θεια Βασιλικιά ,περήφανη κι αξιοπρεπής, έφυγε σχεδόν τραγουδώντας, έχοντας  απόλυτη επίγνωση του τέλους. Με μια δραματική εμμονή στο τραγούδι «νάταν τα νιάτα δυό φορές ,τα γηρατειά καμία…»
Κι’ ήταν εκείνη η εμμονή μια πολύ αυθεντική λαϊκή φιλοσοφία ζωής, που ,εμείς οι « διαβασμένοι», για να την εξαντλήσουμε, χρειαζόμαστε συχνά στίβες βιβλίων.
Κι’ όμως τα ουσιώδη καμιά φορά μπορεί να περιέχονται σε δυό στίχους, σ’ ένα λυγμό…

                                                       Νόνη Σταματέλου

Βραδιά αφιερωμένη στην ποίηση της Νόνης Σταματέλου

Βραδιά αφιερωμένη στην ποίηση της Νόνης Σταματέλου





Τετάρτη 15 Μαΐου 8.30 μ.μ.
Βραδιά αφιερωμένη στην ποίηση της Νόνης Σταματέλου
Προλογίζει ο καθηγητής Μωυσής Ελισάφ, Πρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου
Ομιλητές:
Μαρία Στρατσάνη, διδάκτωρ φιλοσοφίας, Διευθύντρια Πνευματικού Κέντρου
Κώστας Παξινός, Φιλόλογος
Σοφία Βλάχου, Ζωγράφος.
Ανάγνωση ποιημάτων:
Νόνη Σταματέλου,
Βανέσα Φώτη (μαθήτρια)
Πιάνο:
Άννα Λώλη (μαθήτρια)
Διοργάνωση: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών.
Πολιτιστικός Πολυχώρος Παλαιά Σφαγεία

«Η Ποίηση συχνά είναι λυγμός»

Συνέντευξη με την ποιήτρια Νόνη Σταματέλου

E-mail Εκτύπωση PDF
«Η Ποίηση συχνά είναι λυγμός»
Επιμέλεια: Βάσω Β. Παππά ( Vas_nikpap@yahoo.gr ) Η Νόνη Σταματέλου γεννήθηκε στις Τσουκαλάδες Λευκάδας, αλλά ζει και δημιουργεί στα Γιάννενα. Απόφοιτη της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης.
Εργάζεται ως καθηγήτρια στο 7ο Γενικό Λύκειο Ιωαννίνων με έντονη εκπαιδευτική και πολιτιστική δράση.
Τιμήθηκε με το 1ο βραβείο για τα ποιήματά της "Μάνα" και "Παιχνίδι αιχμηρό" στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης, που έγινε στο Βόλο το 2008.
Λυρική ποιήτρια με δυναμική εικονοπλασία και σύγχρονο λόγο. Η θάλασσα και τα παιδικά της βιώματα καθορίζουν σταθερά την ποίησή της.
Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου.
Το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg η ποιητική συλλογή σας "Παιχνίδι αιχμηρό". Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτή;
Το "Παιχνίδι αιχμηρό" είναι η πρώτη ποιητική συλλογή που έχω εκδώσει, αποτελείται από 31 ποιήματα κι έχω τη βεβαιότητα ότι ανοίγει το δρόμο για ν' ακολουθήσουν κι άλλες πολλές, αν θέλει ο Θεός... πάντα!
Βγήκε στο φως σε μια πολύ σημαντική περίοδο της ζωής μου, όπου κινητοποιήθηκαν συναισθήματα έντονα τα οποία συμπαρέσυραν και παιδικές μνήμες και έπρεπε κάπου και κάπως να διοχετευτούν. Περιέχει χαρά και πόνο, όπως και η ζωή μου άλλωστε μέχρι τώρα.
Λέγεται συχνά ότι η τέχνη του λόγου κινδυνεύει από την κυριαρχία της εικόνας ως βασικού μέσου επικοινωνίας. Ασπάζεστε την άποψη αυτή;
Σαφώς και περνάει κρίση η τέχνη του λόγου, το καλό βιβλίο, η ποίηση, θα ’λεγα καλύτερα ο πολιτισμός.
Ο άνθρωπος, μεγαλώνοντας, μαθαίνει να επικοινωνεί με τα μέσα που του παρέχει η οικογένειά του, η πατρίδα του. Εξαρτάται από το τι σου μαθαίνουν ν' αγαπάς και να θεωρείς ουσιώδες!
Επειδή, πραγματικά, μου άρεσε το ερώτημά σας, θα μπορούσα να μιλάω ώρες γι' αυτό. Τα πάντα είναι θέμα παιδείας. Ναι, για λίγους πια έχει μείνει η τέχνη του λόγου ως μέσον επικοινωνίας. Με πονάει αυτή η διαπίστωση.
Από την άλλη, λέγεται ότι «οι λέξεις έχουν δύναμη»… Ποια λέξη έχει για σας τη μεγαλύτερη δύναμη;
Πρωτότυπη και δύσκολη ερώτηση… Όλες οι λέξεις έχουν δύναμη. Διαλέγω μία: ΖΩΗ! Αν έχετε στο νου σας το ποίημα που φέρει και τον τίτλο της συλλογής, που λέει για τις λέξεις που είχαν "λ", όπως κυκλάμινο, λουλούδι, αεροπλάνο, Γιαννούλα, θάλασσα, ποδήλατο, λιμάνι, να σας πω ότι όλες έχουν σχέση με τη ζωή (Γιαννούλα είναι η μάνα μου που έχει φύγει…).
Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας; Λένε ότι η έμπνευση είναι ο τρόπος που ο Θεός επικοινωνεί με τους ανθρώπους, αρκεί εκείνοι να τον αφήσουν να μιλήσει. Αισθάνεστε, πράγματι, αυτήν την επικοινωνία;
Το ποίημα γράφεται κυρίως μέσα σ’ ένα κλίμα χαρμολύπης (για να χρησιμοποιήσω και μια Πατερική λέξη). Ο ποιητής έχει ανάγκη να εκφράσει συναισθήματα, που, όσο πιο έντονα είναι, τόσο μεγαλύτερη κι η ανάγκη να βγουν, η Ποίηση συχνά είναι λυγμός.
Προσωπικά, όταν είμαι χαρούμενη, δεν γράφω. Ευτυχώς, η ζωή δεν σ’ αφήνει να είσαι αμιγώς χαρούμενος ή αμιγώς λυπημένος… Έλεγε η μεγάλη Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: «αν δεν πονέσεις, δε γράφεις»…
Παίζει ρόλο, βέβαια, καταλυτικό και η φαντασία. Και μέσα σ’ ένα κελί φυλακής να με κλείσετε, εγώ θα βρω τρόπο να φανταστώ ότι έχω μπροστά μου τη θάλασσα…
Μα η έμπνευση τι είναι; Θείο χάρισμα! «Αν δεν μου έδινες την ποίηση, Κύριε –λέει ο αγαπημένος μου Βρεττάκος– δεν θα ’χα τίποτα για να ζήσω…».
Ποια είναι η σχέση σας με τις άλλες μορφές Τέχνης; Παρακολουθείτε παραστάσεις θεάτρου ή χορού, βλέπετε κινηματογράφο, σταματάτε να περιεργαστείτε ένα γλυπτό σε δημόσιο χώρο ή ένα αρχιτεκτονικό "ποίημα";
Πάντα με συγκινεί η Τέχνη, από μικρό παιδί που κοίταζα και άκουγα τη φύση. Και πάντα θα ήθελα να είχα ασχοληθεί πιο συστηματικά με πράγματα που ασχολήθηκα εντελώς ερασιτεχνικά! Ζωγράφιζα κάποτε ερασιτεχνικά, έπαιζα αρμόνιο ερασιτεχνικά, ανέβαζα παραστάσεις θεατρικές με μαθητές Γυμνασίου / Λυκείου.
Βεβαίως, αγαπάω γενικότερα το θέατρο, τον κινηματογράφο, το χορό, την καλή μουσική...
«Όλα τα περί την Τέχνη είναι ένα κόσκινο με αρκετά μεγάλες τρυπούλες, απ’ όπου περνάνε και τα μάταια, τα τόσο αναγκαία», έχει πει η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά. Συμφωνείτε;
Είναι αγαπημένη η Κική Δημουλά. Βεβαίως, συμφωνώ, είμαστε άνθρωποι και μέσα στα στενά όρια της θνητότητάς μας κάνουμε Τέχνη.
Θυμάμαι ένα υπέροχα λόγο του Γιανναρά απ' το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων", που λέει "πώς να κρατήσεις τα ύψη με πήλινα δάχτυλα...".
Είστε εκπαιδευτικός με έντονη εκπαιδευτική και πολιτιστική δράση. Στην πολύχρονη επαφή σας με τα νέα παιδιά, υποθέτουμε ότι θα είδατε και θα βλέπετε στα μάτια σας ότι, αν και δεν έχουν υποφέρει ποτέ, δεν ορίζουν τη ζωή τους, δεν ξέρουν γιατί ζουν. Μήπως, τελικά, οι δυσκολίες της ζωής είναι αυτές που βοηθούν να αποκαλυφθεί το μεγαλείο που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος;
Σας ευχαριστώ πολύ για τις ερωτήσεις σας. Θα ήμουν ευχαριστημένη, αν η συνέντευξη αυτή περιελάμβανε μόνον αυτήν την ερώτηση, έχω τόσα πολλά να πω... κι εσείς τόσο λίγο χώρο και χρόνο!
Ναι, μάθαμε στα παιδιά ως Πολιτεία ότι όλα επιτρέπονται, τα αποκλείσαμε απ' την ασκητική των σχέσεων, κόψαμε τις φλέβες του έθνους μπροστά στα μάτια τους, τα αναγκάσαμε να υποτάξουν τη ζωή τους στη λογική της χρησιμοθηρίας, να πνίξουν την εφηβεία τους μέσα στα ακριβοπληρωμένα φροντιστήρια, κι όταν καμιά φορά μας φτύνουν κατάμουτρα, απορούμε...
Σας τρομάζει κάτι; Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας; 
 Με τρομάζει η ενδεχόμενη απώλεια αγαπημένων ανθρώπων...

Παιχνίδι αιχμηρό


                                           Παιχνίδι  αιχμηρό

Από μικρό παιδί κάνω παιχνίδια με τις λέξεις.
Μ’άρεσε πάντα να τις βάζω στη σειρά
Να τους αλλάζω θέση, να τις κοιτώ από μακριά
Να βάζω ανάμεσά τους άλλες, καινούριες.
Σαν χελιδόνια μοιάζανε στο σύρμα
στου τετραδίου τις γραμμές.
Σαν να μιλούσαν μεταξύ τους
Για κάποιο αιώνιο μυστικό
Για κάποιο μαγικό ταξίδι.
Μου άρεσαν πολύ οι λέξεις που είχαν  λ
Όπως κυκλάμινο, λουλούδι, αεροπλάνο
Γιαννούλα, θάλασσα, ποδήλατο, λιμάνι. 
Μετά  αγάπησα πολύ όλα τα γράμματα
Κι’ άρχισαν να μου λεν τα μυστικά τους
Να παίρνουν μόνα τους μια θέση στο λευκό χαρτί
και να μου ψιθυρίζουν τ’ όνομά τους.

Καμιά φορά μου φεύγουν απ’ τα χέρια οι λέξεις
Δεν τις προλαβαίνω
Και τρέχουν-τρέχουν και πετούν σαν μεθυσμένες.
Κουράζομαι για  να τις  κυνηγώ
Μου παίρνει και μερόνυχτα.
Λ ί γ ο ι  πιστεύουν ύστερα πόσο πονάει
των λέξεων το παιχνίδι
Και πως τα δάκρυα στο χαρτί κάνουν λακκούβες
Και οι λεξούλες μου σκοντάφτουν και χτυπάνε.
Κι’ αν είσαι μές  σ’ αυτούς τους λ ί γ ο υ ς
Και μόνο τότε βλέπεις την αλήθεια
Πως είν’η ποίηση παιχνίδι  αιχμηρό.
Πως
Καμμιά φορά
Για να φτιάξεις ένα στίχο
Ίσως πρέπει να χάσεις ένα φίλο σου
 ή ένα κομμάτι της υπόληψής σου…
Πρέπει να εκτεθείς
Αν αγαπάς τόσο πολύ
Τα παιδικά παιχνίδια με τις λέξεις.

ΨΙΧΙΑ

        ΨΙΧΙΑ


Τα θαλασσοπούλια τσιμπολογούν τα χαρτιά μου.

Πάνε οι στίχοι μου.

Ταξίδεψαν πέρα απ’ τον ορίζοντα…


ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ…

ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ…

Με τη ψυχή στο στόμα
αλήτευα όλη νύχτα στον Παράδεισο…

Ακροπατώντας μη ξυπνήσω τους αγγέλους.


Σκύβοντας μη σκαλώσουν τα μαλλιά μου στ’ αστέρια.
Αναπνοή-αναπνοή σε βρήκα.
Χάδι το χάδι μ’ αναγνώρισες.
Φιλί-φιλί και φτάσαμε στη πόρτα του Θεού.

Μας πήρε μέσα κι έκλεισε.
Τα μάτια σου άστραψαν έτσι;
Θα βρέξει στο Παράδεισο

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

  ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ


Ένας χαρταετός ακολουθεί τη ζωή μου
από τότε που μεγάλωσα,
μ’ ένα παράπονο στην άκρη.
Στη δουλειά μ’ακολουθεί
στους δρόμους, στις πλατείες,
στα όνειρά μου.
Κι’ όταν φυσάει
αλλάζει η φορά
Τρέχει αυτός μπροστά,
πετώ κι’ εγώ μέχρι τον ουρανό.

Μα μένει πάντα το παράπονο στην άκρη…

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

           ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Απ’ την αντικρινή  πόλη
ο αυτόχειρας ποιητής με χαιρετίζει.
Με το ψάθινο καπέλο της φυγής μου γνέφει.
 Πως ειν’ η μοίρα μου
«μέσα σε δάσος από μάσκες» να ζω
και να χαθώ
σε απέραντη χάρτινη θάλασσα.
Στο έρημο καφενείο
μιλώ με τη σκιά του σαν πέφτει ο ήλιος.

Πού καιρός για θορυβώδεις συναθροίσεις
Πού θράσος για αναλύσεις
Πού υπομονή…

ΧΑΔΙ

  ΧΑΔΙ

                          
Μ’ ένα απλό ταξίδι της παλάμης σου
στο πρόσωπό μου
πως μπορείς και λειαίνεις τα σκληρά ερωτηματικά μου!
Πως τα στρογγυλεύεις…
Μ’ ένα απλό ταξίδι της παλάμης σου
στο πρόσωπό μου
πέφτουν οι λεπίδες μια μια σαν σταγόνες αίμα
στο πάτωμα…
Χωρίς αυτό το ταξίδι
Θα’χες φουρτούνα στ’ ανοιχτά
Κι’ εγώ
 μια άγκυρα βαριά ψυχή
σ’ ένα μυαλό καράβι…
          

ΦΟΒΑΜΑΙ ΝΑ ΝΤΥΝΟΜΑΙ ΣΤΑ ΛΕΥΚΑ

ΦΟΒΑΜΑΙ ΝΑ ΝΤΥΝΟΜΑΙ ΣΤΑ ΛΕΥΚΑ

Φοβάμαι να ντύνομαι στα λευκά.
Φοβάμαι τα μάτια τους…

Τους τρέφει ο οίκτος.
.
Γιατί δεν αντέχουν το χαμόγελό μου;
Μα κι’ εσύ
Μου τό  ’δωσες τόσο περίσσιο…
Γιατί μ’ άφησες άοπλη
ανάμεσα στα θεριά;
Χρόνια τώρα τους κοιτάζω απ’ το παράθυρό μας
-εκείνο που βλέπει στη θάλασσα-
να σκοτώνουν πεταλούδες και χελιδόνια.
Τους γλάρους τους πληγώνουν στο φτερό
Ίσα για να σέρνονται ταπεινωμένοι στα βράχια.
Γι’ αυτό καμιά φορά
Φοβάμαι να ντύνομαι στα λευκά...


ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΔΟΣΗ

  ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΔΟΣΗ


Η απουσία του επικρατούντος προφίλ.
Η υπερβολική δόση γιασεμιού στην ανάσα μου.
Το λευκό φόρεμα.
Τα αιχμηρά παιχνίδια με τις λέξεις.

Κι’ εκείνος ο Αρχάγγελος με τη ρομφαία…

Αρκούν,
για να στοιχειοθετηθεί  το κατηγορητήριό μου.

ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΟΙ ΝΟΤΕΣ

  ΤΟΥ  ΑΝΕΜΟΥ ΟΙ ΝΟΤΕΣ


Αραγμένα ιστιοφόρα στην παλιά προβλήτα
Σαν πελώριες άρπες
Κι’ ο άνεμος σφυρίζει στα κατάρτια
που αντιστέκονται
γιατί αγγίζουν με την άκρη ουρανό.
Σε ποιο πεντάγραμμο να βρω
τις νότες της πατρίδας μου…
Να τις ακούω τα πρωινά
στην ερημιά της πόλης
-της πόλης που δε μου χαρίστηκε
κι’ ούτε προσπάθησα κι’ εγώ να κατακτήσω-


Λίγοι οι τυχεροί
που άκουσαν του ανέμου το τραγούδι στα κατάρτια.
Λίγοι στους ταξιδιώτες  οι ταξιδευτές
                                                            

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΕΔΑΦΟΣ

   ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΕΔΑΦΟΣ


Με την άλλη μου μισή ζωή
σφιχτά στα χέρια μου κρατώντας
ακροβατώ στου ανέμου τις γραμμές.
Σκύβω να μη σκαλώσω στα σύννεφα.
Και ώπ! μια  δρασκελιά
κι’ αγκαλιάζω το Σούνιο
Και  ώπ! Το ΄να πόδι στη Ανάφη
τ’ άλλο Θύμαινα και Μήλο.
Κάπου μες στα ρεύματα
ανταμώνω το πετρωμένο σου χαμόγελο
και δυό πικρά σου λόγια
αντηχούν ακόμα στην Αιγιάλη.
Μ’ ευλάβεια μυστική
τα κλείνω σε αμφορέα παλιό
και τ’ απιθώνω στο δάσος του Σίγρι.


Με την άλλη μισή μου  ζωή σημαία
Διεκδικώ στο χάρτη
Το χαμένο μου έδαφος.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

          ΤΟ  ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ


          Δεν έχω άλλο σπίτι.
          Αυτό είναι.
          Κι’ εγώ. Δεν είμαι κάτι άλλο.
          Αυτό είμαι.

          Μα δεν σας το’ κρυβα.
          Εσείς δεν το βλέπατε.

          Μόλις ονόμασαν το δρόμο
          Μπροστά απ’ την πόρτα μου
          Σηκώσατε τα μάτια και το είδατε…

          Ορίστε μέσα
          Αφού μπήκατε στον κόπο…
          Καλώς ήρθατε.

          Όντως. Έχει πολλά παράθυρα.
          Τα μπροστινά βλέπουν στη θάλασσα.
          Όλα τ’ άλλα στον υπόλοιπο κόσμο.

          Πώς;

          Δεν είναι κανονικό σπίτι;
          Όντως, δεν έχει σπουδαία έπιπλα.
          Κατάλαβα τι εννοείτε.
          «Δια χειρός Βαράγγη» και τέτοια…
          Πώς;
          Δεν μπορεί ένα σύγχρονο σπίτι
          νάναι φτιαγμένο με χαρτί και μελάνι;
         Δεν το είχα σκεφτεί,
         Ίσως…
         Πάντως εδώ γεννήθηκα
         Και κατοικώ ακόμα εν έτει 2010.
         Δεν έχω άλλο σπίτι.
         Αυτό είναι.

         Λυπάμαι.

         Για καφέ και φοντάν
         Χτυπήστε στην απέναντι πόρτα

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΑΣ ΣΧΟΛΕΙΟ

  ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΑΣ ΣΧΟΛΕΙΟ

Τα πεύκα σκύβουν τα μεσάνυχτα  στο μαξιλάρι μου
Κι’ ο ύπνος μου συνεχίζεται στο πέλαγος.

Με το σώμα  ελαφρύ
πάνω απ’ τους λόγγους .  
Με τα χελιδόνια να σπαθίζουν το μαΐστρο.
Κι’ οι φωνές των παιδιών
να ματώνουν τις μνήμες,
αντηχώντας θλιβερά  
απ’ τα σπασμένα τζάμια
του παλιού μας σχολειού.

Βιβλία φθαρμένα, θρανία βουβά ,
σκελετοί που διαβαίνουν αμίλητοι,
νεράιδες που  χορεύουνε καταμεσήμερο
στης κουκουβάγιας το κοντρί…

Κι’ ένα ηλιοβασίλεμα πορτοκαλί
να στρώνει μελαγχολικό χαλί
στο τέλος της νιότης…
                                                                 

ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ


                                  ΤΟ  ΚΑΠΕΛΟ    

Γέμισα το καπέλο μου  με στίχους.
Στην επιστροφή πάντα δυσκολεύομαι
να βολέψω τα πράγματά μου.
Και μες την αγωνία μου
μη σπάσουν τα ωμέγα και τα ύψιλον
και τα μπουρουδάκια της Θύμαινας
διαβάζω τα μάτια του ελεγκτή εισιτηρίων.
Άλλη μια αλαφροΐσκιωτη επιβάτις της άγονης γραμμής!
Κι’ εγώ νομοταγής ως συνήθως
πληρώνω το αντίτιμο του ταξιδιού μου στο άπειρο     
ξεγελώντας τους αδιάκριτους
και λάμποντας στον ήλιο του Αιγαίου
μέχρι που γίνομαι διάφανη.
Μου φωνάζεις και τρέχω
Τρέχω και σ’ ανταμώνω μεσοπέλαγα.
Διάφανος κι’ εσύ
και βαδίζων επί των υδάτων.
Σηκώνω τα χέρια και προσεύχομαι.
Κάτι ξέμπαρκοι τουρίστες γονατίζουν.
Και γελώ με βουρκωμένα μάτια.
Και γελώ και κλαίω.
Και πάντα με το καπέλο αγκαλιά
Τρυφερά και σφιχτά
Σαν ημερών βρέφος…

ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ


Σε σωρό χαρτιών καίω το μηδέν
και λάμπουν  τα μάτια των παιδιών στη Σαχάρα…

Αγέλη από τουρίστες, πληκτική  και άχρωμη
με παρασύρει.
Στηλώνω τα πόδια
και πυρωμένη σκόνη πέφτει απ’ τον ήλιο.
Ένα κορίτσι πλέκει ψάθινα καπέλα…

Συντροφιά τυχαία κι’ απρόσωπη
με παίρνει απ’ την ψυχή μου.
Κραυγάζω
-σιωπηλά όπως πάντα-
κι’ η ηχώ μου ταράζει την έρημο.

Πιάνω τις άκρες του κόσμου
και τινάζω τον ουρανό στα πόδια σου.
Παραμερίζω τους φοίνικες
κι’ αφήνω χώρο για τα μάτια σου
που τρεμοσβήνουν μεσάνυχτα
κυνηγώντας φεγγάρια στους αμμόλοφους.

Ένας Θεός από ψηλά
ξεφυλλίζει ακούραστα το Άσμα Ασμάτων
κι’ η αγάπη «κραταιά ως θάνατος»
γυρίζει τη γη γύρω απ’ τον άξονά σου…

Τ’ ΑΕΡΙΚΟ

  Τ’  ΑΕΡΙΚΟ


Είσαι τ’  αερικό  που  θα με κυνηγάει πάντα.
Με λυμένα μαλλιά στον άνεμο
Με χέρια κινούμενα στο ρυθμό της βροχής.
Σ’ είδα να σέρνεσαι στους βράχους καταχείμωνο…
Με τα φύκια κολλημένα στο στήθος
Με το πρόσωπο γερμένο στ’ όνειρο.

Με βασανίζει η τρυφερότητά  σου
Τα μάτια σου που με θέλουν
Η ζωή που με κάνει ν’ αρνιέμαι…

ΣΤΗ ΦΟΙΒΗ

      ΣΤΗ ΦΟΙΒΗ

Εκείνο το θαλασσινό σου βλέμμα
έτσι όπως το τράβηξες αμετάκλητα
απ’ τη γκρίζα μας πόλη,
μια σταγόνα απ’ τη φλέβα σου
έβαψε σε μια νύχτα το χιόνι στα βουνά.
Κι’ αμήχανα κουλουριαστήκαμε στο φόβο μας
Και θρηνούμε βουβά…

Πως μπόρεσες
να παραδώσεις τ’ ολόλευκο δέρμα σου
στα τσακάλια της νύχτας…

Δυο κορίτσια σαν τον άνεμο
ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά στον ουρανό
με καμπανούλες χριστουγεννιάτικες στα χέρια.
Σου ετοιμάζουν το δρόμο
Τον στρώνουν μ’ αγριολούλουδα
Ανάβουνε τ’ αστέρια ένα-ένα να περάσεις…

Κι’ ένας χορός γυναικών σ’ ακολουθεί
με λαγήνια στον ώμο.
Και ξεχειλίζουν δάκρυα στην κοιλάδα των Φιλίππων.
Ποτάμια γίνονται
καθώς πέρα, μακριά στο αρχαίο θέατρο
μια μάνα γυρεύει αλαφιασμένη στον κόρφο της
το  παιδικό σου γέλιο.
Κι’ είν’ η κραυγή της μαχαιριά.

Και τα ξερά μας χείλη συλλαβίζουν: Φοί-βη, Φοί-βη…
Φοίβη…
Δε μας είπες ποτέ
τι σήμαινε τ’ όνομά σου στη γλώσσα των αγγέλων.
Κι’ εκείνη τη λαβωμένη σου φτερούγα,
μια ολόκληρη ζωή
την έκρυβες με αξιοπρέπεια…   

ΣΕ ΠΥΡΙΝΗ ΤΡΟΧΙΑ

ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
 "ΣΕ ΠΎΡΙΝΗ ΤΡΟΧΙΑ"



«Η υπέρβαση των σχημάτων κρύβει, χωρίς άλλο, κίνδυνο πολύ. Μα αυτός είναι ο κλήρος ο βαρύς του αληθινού ανθρώπου. Πληρώνει τη γνησιότητα με την καθημερινή γεύση της πιθανής καταστροφής. Η ζωή του ακροζυγιάζεται αδιάκοπα στην όχθη του κινδύνου»  (Χρήστος Γιανναράς)



                                ΣΕ ΠΥΡΙΝΗ ΤΡΟΧΙΑ

   Σε πύρινη τροχιά η ψυχή μου
   τόσα χρόνια…
   ως έντομο μορμυρίζον
   στις παρυφές της Άνοιξης.
   Με τα μάτια ανοιχτά
   και κεραίες  αθέατες
   προσανατολισμένες σταθερά
   στη γόνιμη χώρα της σιωπής…
   Τις νύχτες πάνω απ’ τα σπίτια
   σ’ ένα κρυφτούλι με τις γωνίες των αστεριών.
   Τις μέρες ακίνητη
   με τα φώτα κλειστά στην τροχιά του μυαλού.

   Όλοι γνωρίζουν βέβαια
   πως είμαι ένας κανονικός άνθρωπος
   με όνομα, ταυτότητα και ωράριο εργασίας.
   Ευτυχώς δεν υποψιάζονται τίποτα…   

Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

  Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ


Σ’ ευχαριστώ που μού’δειξες απ’ την αρχή
το Στερέωμα.
Για το κόκκινο δειλινό των Κυκλάδων
σ’ ευχαριστώ.
Για κείνο το «σ’ αγαπώ»
που ήχησε σε όλο το Αιγαίο!

Μα πιο πολύ σ’ ευχαριστώ
για το ποτάμι που βρήκες στα σπλάχνα μου
που τρέχει, τρέχει, τρέχει
που τρέχει γαλανό νερό
και πλένεται η ζωή μου…

ΠΡΩΙΝΟ

    ΠΡΩΙΝΟ

Ο πρωινός ήλιος του Σεπτεμβρίου
μ’ ένα αεράκι μελαγχολικό συνωμοτούν
πάνω απ’ τα κλειστά μου βλέφαρα.
Ξύπνα, μου  λένε…
Τα πουλιά σε περιμένουν
να τα ταΐσεις με λέξεις…               

ΠΡΟΦΑΣΕΙΣ

ΠΡΟΦΑΣΕΙΣ

Στη μαθητεία της σιωπής ασκήτεψα τα μεσημέρια
Και πάντα με την πρόφαση του παιχνιδιού.
Πως αλλιώς θα μπορούσα τώρα ν’ αντέχω τη ζωή μου;
Πως αλλιώς θα μπορούσα τώρα
να δέχομαι στωικά το αναπότρεπτο που χαράζει;
Πως αλλιώς θα μπορούσα λοιπόν
 να’χα φυλάξει
ένα χρυσό πουγγί χαμόγελα για τους πικραμένους;

Στη μαθητεία της σιωπής παραδίνομαι
με την πρόφαση της κούρασης…

Γράφω και σκίζω τα φύλλα της καρδιάς μου
με την πρόφαση της ποίησης…

ΠΙΚΕ ΦΟΥΣΤΑΝΑΚΙ

  ΠΙΚΕ  ΦΟΥΣΤΑΝΑΚΙ

 Τότε ξυπνούσα εύκολα τις Κυριακές!
 Δεν ήταν μάλλον από πρώιμη ευσέβεια
 όπως το ερμήνευαν συνήθως οι μεγάλοι.

Τώρα δεν θέλω να ξυπνάω τις Κυριακές…

Αν ο Θεός μου με γεμίσει ενοχές
που ακούω συχνά τις καμπάνες ακίνητη,
Θα τον γεμίσω κι’ εγώ
που πήρε τη χαρά απ’ τις Κυριακές μου.
Έτσι λοιπόν, γυρίζω στ’ άλλο μου πλευρό
μ’ ένα πετάρισμα γοργό και ώπ!
Αρχίζω ετοιμασίες για την Εκκλησιά.
Με το ροζ κυπελάκι να πιάσω νερό
βιαστικά, μην αδειάσει η κρεμαστή βρυσούλα, η τσίγκινη…
Να πλύνω πρόσωπο και χέρια βιαστικά.
Λουστρινάκια στα πόδια, νούμερο 28.
Πικέ φουστανάκι, με φούσκα μανικάκι!
Τραγουδάκι στο στόμα, ζωγραφιά στη ματιά!
Λευκό φόντο, με κίτρινα και κόκκινα και πράσινα παιχνίδια,
παπάκια, τόπια, κούκλες, παγωτά.

Πώς φέγγουν τα κεριά στα μανουάλια!!!
Σαν το Χριστό ,εκεί ψηλά στο στρογγυλό τον τρούλλο!
Και οι γριές που γονατίζουν ,Άγια που έχουν πρόσωπα!
Γλυκόπικρη η μεταλαβιά,
προσωρινά χορταστική μπουκίτσα και τ’ αντίδωρο
καθώς απ’ τη στροφή μυρίζει κιόλας, το φαγητό της Κυριακής!

Πόσες φορές θ’ αλλάξω άραγε πλευρό
μέχρι ν’ ανοίξω τη ντουλάπα μου νωθρά…
Για να τραβήξω μια μαύρη φούστα, κάτω απ’ το γόνατο…

Δεν θέλω να ξυπνάω πια τις Κυριακές!

ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗ ΚΥΗΣΗ

  ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗ  ΚΥΗΣΗ

Ας μη γίνω ποτέ καλή χριστιανή
αν πρέπει ν’ αγαπήσω ως σεαυτόν
 εκείνο το γιατρό στο  ΜΗΤΕΡΑ…

Παλίνδρομη κύηση με επιπλοκές, φόβος σηψαιμίας, καισαρική…
Κι’ εκείνος,
με τη βρώμικη αλκοολική του ανάσα
να με επαναφέρει:
Πώς να μη σπάσει η φλέβα σας κυρία μου,
Εσείς παίρνετε αντιβίωση για …ελέφαντα!

Ελλείψει φορείου, μεταφορά στα χέρια του…
Αφιλόξενος και κρύος που ήταν εκείνος ο διάδρομος…


Κι’ έπειτα,
άδειο σακί πεταμένο το σώμα μου
διπλωμένο απ’ τον πόνο…

Έπεφτε μια ανοιξιάτικη βροχούλα στο τζάμι
Κι’ ο ρυθμός του ορού, μελωδία θανάτου…
στο δωμάτιο Ένα.

Τρεις νύχτες θητεία στην κόλαση!

Με ξύπνησε η μικρή του διπλανού δωματίου
με το λευκό φιόγκο στα μαλλάκια:
(Σκέπασα βιαστικά το ματωμένο κατωσέντονο)
Καλημέρα!
Η μαμά μου γέννησε κοριτσάκι!
Το δικό σας μωρό τι είναι;

ΟΙ ΡΟΔΙΕΣ

      ΟΙ ΡΟΔΙΕΣ

Τα δυο κλαράκια που είχες φυτέψει πέρυσι Υβόνη
έγιναν κιόλας δυο ροδιές  που αγκαλιαστήκαν.
Τα μεσημέρια χορεύουν γύρω γύρω στον κήπο
με ολόχρυσο στεφάνι από μέλισσες…
Δεν με πιστεύεις;
Μια ορχήστρα από αηδόνια
έχει παραταχθεί στον ορίζοντα.
Κι’ ένας αρχάγγελος αφροπατώντας
μοιράζει στους περαστικούς
μέλι γι’ αντίδωρο…
Ξέρω πως τρέχεις σε αμμουδερά ακρογιάλια
Πως πλέκεις για τα ρόδια πανεράκι ακριβό,
γι’ αυτό αργείς.
Ξέρεις πως τα βάφω υπομονετικά
με το πινελάκι
στο χρώμα του δειλινού
που μου άφησες φεύγοντας.

ΟΙ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ

  ΟΙ  ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ

Σαν να μη μας αφορά πια
η αμεριμνησιά του καλοκαιριού…

Μια θαλασσινή κάρτα
Λοξά  καρφιτσωμένη στον πίνακα ανακοινώσεων.

Κάποιος πετάχτηκε
μέχρι την κοντινή ακτή το Σαββατοκύριακο.
Έφερε δυο κοχύλια…
Μια φιγούρα,
 σαν επιστάτης χωρίς βλέμμα
τα σκέπασε επιμελώς με μια στοίβα χαρτιών.
Από έγνοια για το κύρος της υπηρεσίας.
Μα πιο πολύ από φόβο
για το ενδεχόμενο αλατιού στις πληγές μας.

Φέτος στα γραφεία
δεν κοιτάζονται οι υπάλληλοι.
Ούτε σχεδιάζουν διακοπές…

Και οι σφραγίδες στα δημόσια έγγραφα
τατουάζ ανεξίτηλα
στο πληγωμένο σώμα μιας χώρας
που εκδίδεται ακούσια…         



                                                     Ιούνιος 2010

Ο ΓΛΑΡΟΣ


                                      Ο  ΓΛΑΡΟΣ


Aπό ψηλά  βλέπει καλύτερα.
Πάνω απ’ τα καράβια.
Πάνω απ’ τα σύννεφα.
Λουσμένος στο φως.
Κι’ ολοένα ανυψώνεται.
Κι’ ολοένα ελαφραίνει.
Κι’ αν τύχει κι’ άλλους στο ταξίδι του
Στήνουν γιορτή γύρω απ’ τον ήλιο.

Και λάμψεις λευκές αγγίζουν τις πολιτείες.
Κάποιοι τυφλώνονται
σκύβουν στο χώμα.
Πως ν’ αντικρύσεις τόσο φως…
Πως να το αντέξεις;

Από ψηλά βλέπει καλύτερα.
Τι κι’ αν ο ήλιος τού καψε
στην άκρη το φτερό;
Πέρασε μια βροχούλα και το γλύκανε.

Νάτος και πάλι δυνατός και ολόλευκος.
Ολόλευκος και περήφανος!

ΝΥΧΤΕΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ

ΝΥΧΤΕΣ  ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ

Είναι  κάτι νύχτες
που γίνεται βαγόνι το δωμάτιό μου
κι’ εγώ επιβάτης μελαγχολικός.
Καθαρίζω με την παλάμη το τζάμι
και παρακολουθώ ως  το πρωί
τους ίσκιους που περνάνε,
που κοντοστέκουν
ή που φεύγουν βιαστικοί.
Αυτοί που αγάπησα
Αυτοί που αδίκησα
Αυτοί που ερωτεύτηκα
κι’ αυτοί που μού δωσαν νερό
τις άνυδρες μέρες.

Αίνιγμα το φεγγάρι στα βαριά μου βλέφαρα
κι’ η κουκουβάγια από ράφι σε ράφι
στη βιβλιοθήκη μου
κουρνιάζει τα μεσάνυχτα κουρασμένη
στις αποσκευές…

Δεν ξέρω αν θα ξημερώσει
Δεν έχω κάποιον για να τον ρωτήσω.
Πατώ νωχελικά στο πληκτρολόγιο
«τερματισμός λειτουργίας».
Κλείνω τις πύλες του διαδικτύου,
ακολουθώ τους δρόμους της σιωπής
και βυθίζομαι σαν πλοίο στην ψυχή μου.

Κρύβουν ανοησία πολλή οι καιροί
και θόρυβο ανθρώπινο.
Λόγια και λόγια κι’ άλλα λόγια
«κύμβαλα αλαλάζοντα»
Χορός πικρής γιορτής.

ΝΟΕΜΒΡΗΣ

                                ΝΟΕΜΒΡΗΣ
                                        
                  Νοέμβρης μήνας                                        
                  κι’ η ερημιά τ’ άϊ Νικήτα βάλσαμο.
                  Μια βάρκα απέμεινε
                  που νοσταλγεί το καλοκαίρι
                  και το καφενεδάκι στη στροφή
                  που βγάζει ακόμα τραπεζάκια στην άμμο.
                  Έφυγαν όλοι για την πόλη.
                  Ένας εργάτης επισκευάζει τον μαντρότοιχο.
                  Ανεβαίνει μέχρι τις αυλές η θάλασσα το χειμώνα, λέει,
                  αγριεύει…
                  Μια σκεβρωμένη πολυθρόνα στο μπαλκόνι
                  και νοτισμένα χειρόγραφα στον αέρα
                  σαν ανερμήνευτοι χρησμοί.
                  Ποιος ξέρει
                  ο πουνέντες και φέτος τι δάκρυα θα φέρει…

ΜΑΤΑΙΟΣ ΠΟΝΟΣ

  ΜΑΤΑΙΟΣ  ΠΟΝΟΣ     

   Τι μάταιος κόπος!
Από παιδί παλεύω να υποτάξω τη θάλασσα μέσα μου.
Τι περιττή προσπάθεια…
Μια ολόκληρη ζωή να επισκευάζω τα φράγματα
Να υψώνω αναχώματα…
Για να μην πλημμυρίσει το χώρο μου
μην πνίξει τους φίλους μου
και να μην έρθουνε δεινά…

Τι μάταιος πόνος και τι δάκρυα περιττά!
καθώς εκείνη με ορμή παρασέρνει
της λογικής μου τις άμυνες.

Και μένω να βλέπω τους δρόμους ν’ αδειάζουν
Νερά, ποτάμια κατεβαίνουν
Σπάνε τις πόρτες, μπαίνουν στα συρτάρια μου
Το μυαλό μες τον  ύπνο μου μάχεται
κι’ η ψυχή μου αγρυπνά και φοβάται την αυγή.


Ανοίγω τα παράθυρα και τραγουδάω
καθώς αποτραβιούνται τα νερά
Κι’ αγναντεύω στης ζωής μου τον καθρέφτη
πέρα μακριά…
Ήρεμα χαιρετίζω
τα πεύκα που λυγίζουν στο Σούνιο
και στο Λευκάτα του ανέμου τα δάκτυλα
που αγγίζουν τη λύρα της Σαπφούς…

ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΑ


                               ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΑ

             Να σύρω τη θάλασσα
          Να την τραβήξω μέχρι εκεί.
          όπου θρονιάστηκε κιόλας ο χειμώνας…

          Δυο ώρες δρόμος.
          Τόσο απέχει το λευκό απ’ το γκρίζο.
           Πόσο να διαλαλήσω πια
           πως ανασαίνοντας την αλμύρα απ’ τα φύκια
           νυχτώνει πιο γλυκά…
           Πως αν στις ράχες των βουνών
           δεν παίζουν το κρυφτό οι γλάροι
           οι μέρες είναι άχαρες;
           
           Με φοβίζουν κάτι μαύρα πουλιά
           που κράζουν στο παράθυρο,
           λερώνουν τη βροχή με τα νύχια τους
           σκίζουν όταν φυσάει και τις κουρτίνες…

           Η ηχώ της φωνής μου σέρνεται στη χαράδρα.
           Συλλαβίζω ένα τραγούδι παιδικό
           κι’ ετοιμάζω ένα στόλο από καράβια χάρτινα.
           Τρέχω στο μώλο και τα ρίχνω μέσα .
           Καλοτάξιδα…

Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

  Η  ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ


Τίποτα δε θυμάμαι απ’ τα διάσημα καφέ.
Κι’ ο μύθος της Μονμάρτης
θα μου είναι πάντα αδιάφορος.
Θυμάμαι τ’ απέραντα χωράφια  
τα γεμάτα ηλιοτρόπια
και το άγαλμα μιας κόρης με φτερά
πάνω σε αρχαίο πλοίο.    

Κάθε μου ταξίδι τον ίδιο προορισμό
Και κάθε χώρα μακρινή
ο ίδιος πόθος ο ανεκπλήρωτος.

Υπάρχουν κάτι ιστορίες μακρινές
που υπονομεύουν τον ύπνο μου…

ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ


                                 ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ
              Με το μολύβι μου ρομφαία
  
              ξορκίζω τα προσωπεία της μέρας
   
              που η νύχτα κουβαλάει
                
              στην κάμαρή μου.
              Βαριά η πληρωμή
              σαν αναμετρηθείς με τη δειλία
              Κι’ αυτοί που θέλουν «μπράβο» να σου πουν
              δειλά σ’ το λένε.
              Δυό- τρεις μονάχα ξεχωρίζουν
              μεσ’ το πλήθος
              που πλησιάζοντας με βήμα σταθερό
              τα χέρια σου γυρεύουν να φιλήσουν
              που κρέμασαν στο τοπίο τον ορίζοντα.
               Οι άλλοι φεύγουν όλοι σκυθρωποί
               καγχάζοντας και βρίζοντας
               πιο σκυθρωποί απ’ ότι ήταν πρώτα
               και συμφιλιωμένοι όπως- όπως
               με της σκλαβιάς τους τ’ αγαθά…

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

                                ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


Τα βυζαντινά  εκκλησάκια της Πλάκας 
ανασαίνουν θυμίαμα.
Τα δρομάκια ξαποσταίνουν
στο  Δεκαπενταύγουστο…

Μια κόρη άξαφνα ξεκολλάει τελετουργικά
απ’ το Ερέχθειο
Λουσμένη στο πρωινό φως
Βηματίζει…
Ανεβαίνει φεγγοβολώντας
στον Χριστό  του τρούλου!

Κάτι περιηγητές
απ’ τη φωτισμένη Ευρώπη 
αγναντεύοντας απ’ το λόφο της Πνύκας
με βιβλία ανοιχτά,
έκθαμβοι,
πασκίζουν να ερμηνεύσουν τα ανερμήνευτα…

ΔΑΚΡΥΑ ΚΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

  ΔΑΚΡΥΑ  ΚΙ  ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ


Οι αρχαίες πέτρες σταλάζουν δάκρυα
κι’ αινίγματα.
Ενώ οι εργάτες με βλέμμα άδειο
και σκυφτοί ανασαίνοντας
αναποδογυρίζουν σισύφεια
την κλεψύδρα του χρόνου.
Επιτροπές ειδικών και ειδικοί επιτροπών
ανέγγιχτοι απ’ την ανατριχίλα των χρησμών
αποφαίνονται για μια αμετάκλητη βεβήλωση.
Πιο πέρα κάποιος επικαλείται θλιβερά τον Πόντιο Πιλάτο.

Ποτέ τα μονοπάτια της Δωδώνης
δεν ήταν τόσο σιωπηλά
όσο τούτο το Φθινόπωρο…
Τα  βήματά μου
βυθίζονται στη λήθη των φύλλων.
Ο κρόκος και το κυκλάμινο
λιποθυμούν στη χούφτα μου.
Φεύγοντας  κόβω ένα χρυσοκόκκινο θάμνο,
τον μεταφέρω τελετουργικά στην πόλη,
Στολίζω το παλιό λαγήνι…
Και γεμίζει το σπίτι μου με φως γλυκό
έτσι όπως μοιάζουν τα χρώματα στο σούρουπο
σπαράγματα από βυζαντινή αγιογραφία…

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ

Οι συνάδελφοι παρατήρησαν
πως έχω μαύρους κύκλους στα μάτια.
Που να μη διάλεγα και το λευκό απ’ τη ντουλάπα…

Ο τροχονόμος που με σταμάτησε στην ευθεία
μου σύστησε να μην οδηγώ κουρασμένη.
Το παιδί με τους καφέδες
με ρώτησε με έγνοια: «είστε καλά;»
Κι’ ένας μαθητής διαπίστωσε θαρρετά
«ξενυχτήσατε κυρία»…

Το μεσημέρι,
στον καθρέφτη της κάμαρής μου
απήγγειλα έναν μονόλογο…
Και το πάτωμα γέμισε δάκρυα.

«Σαν πεθαμένη είμαι» ψιθύρισα
κοντά, πολύ κοντά στο πρόσωπό μου
και σάλεψαν ανήσυχα  τα φύλλα στο μπαλκόνι.
«Σαν πεθαμένη είμαι»επανέλαβα
πανευτυχής που δεν ήμουν.

Ποιος θα με καταλάβει αλήθεια  αν του πω,
πως πάλευα όλη νύχτα μ’ ένα στίχο …      

ΑΠ’ ΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

     ΑΠ’  ΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

Πάρο, Νάξο, Άγιο Κήρυκο, Φούρνοι,
Καρλόβασι, Βαθύ…
Με το πρόσωπο κολλημένο στο φινιστρίνι
μετρώ τους φάρους με τη σειρά.
Στοιχειά στο πέλαγος
που ανεμοδέρνονται μες την αγρύπνια μου!
Αγέρωχοι και προσηνείς
αναβοσβήνουν την ελπίδα μου
δίνουνε λάμψη στ’ όνειρο
νόημα στον καημό.
Κατάπολα, Αιγιάλη…
Λιμάνια  μακρινά
που σας αγάπησα στα εννιά μου χρόνια
με το ραδιόφωνο στ’ ανήσυχο αυτί.
Όταν έκλεινα τα σχολικά μου βιβλία
κι’ ο σταθμός μετέδιδε
τα δρομολόγια πλοίων
και το δελτίο θυελλωδών ανέμων…
Πεδίο βολής  Ψαθούρα...
Έκλεινα τα μάτια
αποκαμωμένη απ’ το ταξίδι.
Τόσα μίλια…
Ιόνιο-Αιγαίο και πάλι Ιόνιο
και με το φόβο του παιδιού μη λειώσουν τα φτερά του.

Νησιά μου μακρινά κι’ αγαπημένα
Ήχος και χρώμα γίνατε στην ποίησή μου
και μες στο σχήμα το δικό σας κατοικώ…

ΑΓΩΝΙΑ

      ΑΓΩΝΙΑ                                                           

Κλείνω με φόβο τα μάτια στα λασπόνερα.
Ξυπνώ μεσάνυχτα και βάφω γαλάζιους τους τοίχους.
Σχεδιάζω λευκά καράβια, ήλιους κι’ αστερίες.
Παλεύω με πόνο να κρατήσω τη θάλασσα μέσα μου.

Κραυγές λύκων και σκιές βρικολάκων
Ταράζουν τον ύπνο μου.

Μη μου στερείτε τη θάλασσα…
Τη θάλασσα, τη θάλασσα
Το φως και το τραγούδι.

Έτσι απλά

                              Έτσι απλά

Το τρίξιμο της πόρτας στο παλιό ξωκλήσι τ’ Αγιαννιού
Κι’ ανάμεσα στα πεύκα η θάλασσα…

Έτσι απλά μας χαρίζεται ο Θεός.
Σε μιαν ερημιά
Σ’ ένα λουλούδι έκπληξη
στην ξεχασμένη γλάστρα της αυλής.
Ή στους δρόμους της άγρυπνης πόλης.
Σ’ ένα βλέμμα στο τραίνο
Ή σε μιαν αγκαλιά αποχωρισμού.
Σ’ ένα δάκρυ αντάμωσης στα σκαλοπάτια
τη Νύχτα της Ανάστασης.
Έτσι απλά μας δίνεται η ζωή.
Έτσι  απλά μας φεύγει…

Έτσι απλά κι’ εγώ σ’ αγαπώ.
Μα για να φτάσω ως εδώ
δεν ήταν καθόλου απλό…

Άλλη εκδοχή της θάλασσας

Άλλη εκδοχή της θάλασσας


Μοιάζει δραπέτης από ξένη πολιτεία, μακρινή
κατηφορίζοντας το χωματένιο δρόμο
τα βροχερά απογεύματα…
Σκυφτός
και μ’ ένοχη βιασύνη
(ή με λαχτάρα παιδική).
Λες κι’ ειν’ η θάλασσα φυγή
για κάτι αγελαίους τουρίστες
ή  μονοπώλιο του Καλοκαιριού…
Λες και δε βρίσκει ο άνθρωπος
άλλη εκδοχή της θάλασσας…
Ξυπόλυτος και μόνος, σαν το Μωυσή
Βαδίζει φέγγοντας
Ενώ στους καφενέδες μυρίζει τσάι και ξυλόσομπα.
Κι’ η άμμος απάτητη.
Κι’ η θάλασσα σιωπηλή…
Ποια εκδοχή απ’ όλες να κρατήσουμε
για μια φιγούρα απόμακρη στην παραλία
τα βροχερά απογεύματα
έτσι που εξορίσαμε τους ποιητές;

Ώσπου κατάλαβα

Ώσπου  κατάλαβα

Το πρώτο μου τετράδιο
κιτρινισμένο στην κασέλα.
Οι χάρτες των πρώιμων ταξιδιών μου.
Όταν όλοι αναπαύονταν
Φορούσα τα φτερά μου
κι' έκανα το γύρο του κόσμου δυό φορές.
Τώρα επιστρέφω τα Σαββατόβραδα
και ιχνηλατώ τους κήπους της αθωότητας.
Τα λευκά κοφτά κουρτινάκια
τα  μπλε παραθυρόφυλλα
το βαρύ κλειδί παροπλισμένο στον τοίχο.
Τα παλιά κοφίνια του τρύγου
γεμάτα πια από θάμνους της θάλασσας.
Κι' ο βασιλικός
πάλι, αρχές καλοκαιριού
στην ίδια θέση.
Έτσι, νοσταλγικά πολλές φορές
Με παίρνει ο ύπνος μακριά
Κι' είναι τα όνειρά μου τόσο δυνατά
που ξυπνάνε τις φωτογραφίες στο τζάκι
και με κοιτάζουν απ' τα παιδικά μου χρόνια
μορφές ηρώων και αγίων συγγενών.
Όλα κινούνται στη δική τους μουσική
Κι' ενώ έχω κλείσει το ραδιόφωνο νωρίς,
το κινητό, την τηλεόραση
κάποιος χτυπάει ρυθμικά την πόρτα στο δωμάτιο
και το πατζούρι και το τζάμι
και τα σκαλοπάτια στην είσοδο.
Ρυθμικά και βασανιστικά.
Το κεφάλι και το σώμα μου πονάνε.
Με το πρόσωπο αντικρύ
στο ραγισμένο καθρέφτη απ' την παλιά «καλημέρα»
προσπαθούσα Κυριακή ξημερώματα
να σταματήσω το ρυθμό
και να νικήσω τον ανίκητο πόνο.
Ώσπου κατάλαβα
πως δεν ήταν τίποτ' άλλο
παρά μόνο η ψυχή μου
που κάπου-κάπου τις νύχτες μ' εκδικείται
για τα όσα από φόβο της στέρησα.

Όταν βρέχει

Όταν βρέχει

Ένα κλαράκι βασιλικός που έκρυβες στο γράμμα
Αρκούσε
για να ευωδιάσει το φοιτητικό μου δωμάτιο
Κι ο ήχος της φωνής σου
μ’ ακολουθούσε στους μεγάλους δρόμους:
«Να προσέχεις»

Ξεφυλλίζοντας το  «Πείνα και Δίψα»
βρίσκω τα άνθη λεμονιάς απ’ το περιβολάκι μας.
Στ’ αγαπημένα  Άπαντα
μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από γυμναστικές επιδείξεις…

Όταν βρέχει
αναποδογυρίζω με μανία τα παλιά συρτάρια
Και γεμίζει με μνήμες το σπίτι
Τρέχω και κλείνω πόρτες και παράθυρα
Ανοίγω ένα παλιό κρασί
Και με βρίσκουν το πρωί στο πάτωμα
Χτυπημένη απ’ την απουσία…   

Φορτίο βαρύ

Φορτίο  βαρύ

Οι δρόμοι που αγάπησα χαθήκαν

Ή δεν τους αναγνωρίζω πια.

Κι’ η αθωότητα

Απ’ τα βάθη του μυαλού μου

Επιμένει να μου ορίζει τον κόσμο.

Ένα φορτίο βαρύ η νοσταλγία

Κι’ οι μέρες που έρχονται

Βιάζονται  να περάσουνε στη λήθη

Προτού τις ζήσουμε.

Μοιάζει σαν απειλή το παρελθόν

Σαν να μην έχουμε πια άλλες δυνάμεις

Για το μέλλον.

Κι’ η δίψα, δίψα παραμένει

Κι’ ο φόβος, φόβος.

Μην ξεπουλήσουμε το όνειρό μας

Μην αφεθούμε στο συρμό.

Το τοπίο μέσα μου

                                     Το τοπίο μέσα μου

Τις ώρες που ακίνητη κοιτάζω τη θάλασσα
ετοιμάζω μέσα μου το τοπίο του χειμώνα…
Αν δεν ξορκίσεις τα χαμένα καλοκαίρια
το φάντασμά τους θα σ’ ακολουθεί
και δεν θα βρίσκεις
ούτε στην πανσέληνο τ’ Αυγούστου γιατρειά.
Οι ανατολές που μάζεψα για φέτος
Οι χρυσοπράσινες πλαγιές
του κυρ Δημήτρη το πορτοκαλί βαρκάκι
ποιά καταχνιά να φοβηθούν;
Στο φως μου και στο χρώμα μου
Ποιο γκρίζο θ’ αναμετρηθεί;

Μου πήρε πολλά χρόνια
Μέχρι να μάθω να κοιτάζω τη θάλασσα…

Τώρα θα στεγνώνω το πέρασμά μου
Στους βροχερούς δρόμους
Με μια κόκκινη ομπρέλα
Θα διασχίζω την πόλη
και το σκοτάδι των ανθρώπων.
Κι’ όταν καμιά φορά θολώνει η ματιά μου
Θα τρέχω στο τοπίο μου να κλειστώ
Και στ’ ασπροκλήσι της Θύμαινας
θα μπαίνω
που η λειτουργία της Παναγιάς
διαπερνάει το τζαμάκι στ’ άγιο βήμα
κι’ αρμενίζει στο πέλαγος…

Τέλος Αυγούστου

Τέλος  Αυγούστου



Ύστατες προσπάθειες παράτασης του Καλοκαιριού!

Καθηλωμένη κάτω απ’ τ’ αρμυρίκι
Κάνω πως δεν τα βλέπω τα καράβια…
Ακίνητη, το επόμενο  προσμένω
Έρχεται γύρω στα μεσάνυχτα.
Πιάνει Αστυπάλαια κι’ Αμοργό.
Κι’ έχει ένα φεγγάρι τον Αύγουστο!
Ίσως το επόμενο, το γρήγορο
που πιάνει Πειραιά χαράματα…

Μα με προσπέρασε κι’ αυτό.

Κι’ οι  αποσκευές μου αζήτητες στην προκυμαία…

24 Αυγούστου 2007
Πώς να πατήσεις στην ορεινή χώρα;
Έτσι που έγινε απ’ την αλμύρα η ψυχή σου…
Και τα μάτια της
έτσι που άνοιξαν πελώρια
Πώς να τα κλείσεις πάλι…

Στην αδελφή μου

  Στην   αδελφή μου

Άγρυπνα  στέκια  της  παροικίας
Βουβά  υποκατάστατα
Γεύση  πατρίδας  αλμυρή…
Athens  café, Ammos, Akropolis…
Μοναξιά  στοιχειωμένη  στους  δρόμους  της  Αstoria…
Ψηλαφώ  του χωρισμού  μας  την  έρημο
Και  σε  βρίσκω  εκεί, καθηλωμένη
Σαν  σε  φωτογραφία  ασπρόμαυρη.
Εκεί, στην  ουρά  για  το τραίνο.
Εν  μέσω  άφιλων  φυλών…
Με την  ίδια  νοσταλγία  στο βλέμμα
Με την  ίδια  θλίψη  να  στάζει
απ’ τον  πληγωμένο  ουρανό  του  Mανχάταν.
Πώς  να  στεριώσεις  σε  δυό  πατρίδες
Ποια  να’ναι  τάχα  η  δική  σου  η  γη;

Ο  ιδρώτας  μουσκεύει  τα  σεντόνια  τις  νύχτες
και  τ’  όνειρο  φεύγει  σαν  πλοίο  στα  βαθιά
καθώς  αργεί  να  στηθεί
το πολυπόθητο  σπιτάκι  με τον κήπο
Και  μένει  η πύλη  χρόνια  σφαλισμένη
που  βγάζει  στον  παράδεισο.
Τόσα χρόνια  μακριά, μια  ζωή…

Πόσα δάκρυα σιωπηλά 
Και πόσα χείλη ξερά απ’ τη δίψα
για  μητρική  ή  αδελφική  αγκαλιά!
Κι’ εσύ επιμένεις απελπισμένα
να   τα  χρεώνεις  όλα  στον  Κολόμβο
Λες   κι’  είν’  η  εξορία  σου
δική  του  ανακάλυψη…

Πρόσεχε

                                    Πρόσεχε

Κάτω απ’ το στρώμα μας η  ανάσα της θάλασσας.
Πρόσεχε
όταν τινάζεις τα σεντόνια στον ήλιο.
Την άλλη φορά
που σήκωσες απρόσεχτα τα μαξιλάρια
θυμάσαι  που η  νύχτα μου γέμισε εφιάλτες;
κι’ οι γλάροι που ξεψάριζαν
τα δίχτυα του Βαγγέλη
φτερούγιζαν για τη Χρυσομηλιά;

Είσαι αδέξιος κάπου- κάπου σαν παιδί
και με φοβίζεις.
Τα ξημερώματα
που δρασκελάς τα σύννεφα
για να μου φέρεις την ανατολή
ντύσου λιγάκι πιο ζεστά.
Φυλάξου
έτσι που τρέχεις, μην πληγωθούν τα πόδια σου
στις κορυφογραμμές…
Και
Πρόσεχε, μη μου ρίχνεις τόσο απότομα
το φως στα μάτια.
Αφού ξέρεις
πόσο μ’ αρέσει ο πρωινός ύπνος…